Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται, λέει ο λαός. Το ίδιο ισχύει προφανώς και για την κακή μέρα – όπως δείχνει ότι θα είναι και αυτή που θα ξημερώσει στις 30 Νοεμβρίου στο Ντουμπάι, όταν θα ανοίξει η αυλαία της ετήσιας συνόδου των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή, γνωστής και ως COP28. Μια συνόδου η οποία συνοδεύεται από πολλά παράδοξα.

Είναι κάτι που έχει να κάνει, από τη μία, με τις ολοένα πιο δυσοίωνες προβλέψεις των επιστημόνων και των ειδικών για το μέλλον της Γης.

«Ο πλανήτης κατευθύνεται προς την κλιματική καταστροφή και οι κυβερνήσεις αντιδρούν με πολύ αργούς ρυθμούς για να αποτρέψουν την κρίση», όπως έγραψε πρόσφατα στους «New York Times» η Λίζα Φρίντμαν.

«Οι κυβερνήσεις, στο σύνολό τους, κάνουν πολύ μικρά βήματα για να αποτρέψουν την κλιματική κρίση (…) Αυτό σημαίνει πως η COP28 πρέπει να αποδειχθεί ένα σημείο καμπής.

Οι κυβερνήσεις δεν πρέπει μόνο να συμφωνήσουν ότι θα αναλάβουν πιο αποφασιστική δράση σε αυτό το ζήτημα, αλλά και να δείξουν σε όλους πώς ακριβώς θα το κάνουν», σημείωσε από την πλευρά του και ο Σάιμον Στιλ, εκτελεστικός γραμματέας της αρμόδιας υπηρεσίας του ΟΗΕ.

Από την άλλη, αφορά στις έντονες αντιδράσεις που προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί η επιλογή του διοργανωτή της φετινής συνόδου: Των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, τα οποία όχι απλώς συγκαταλέγονται στις χώρες με το μεγαλύτερο «αποτύπωμα» άνθρακα, εκπέμποντας στην ατμόσφαιρα δυσανάλογα μεγάλες ποσότητες «αερίων του θερμοκηπίου», αλλά όρισαν ως προεδρεύοντα της COP28 τον Σουλτάν αλ-Τζαμπέρ, ο οποίος ηγείται της κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας τους.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι τον περασμένο Μάιο, 100 μέλη του Κογκρέσου των ΗΠΑ και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υπέγραψαν μια κοινή δήλωση με την οποία καλούσαν τον Αλ-Τζαμπέρ να παραιτηθεί – κάτι που, φυσικά, δεν έγινε αποδεκτό.

Στα παράδοξα της συνόδου περιλαμβάνεται και ο τεράστιος αριθμός όσων λάβουν μέρος σε αυτήν. Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, στο Ντουμπάι αναμένονται περίπου 70.000 άνθρωποι, μέλη αντιπροσωπειών από το σύνολο των χωρών του πλανήτη, επιχειρήσεων και διάφορων οργανώσεων, που θα δώσουν το παρών σε διάφορα πάνελ.

Οσο για το διακύβευμά της, αυτό αποτυπώνεται στα δύο ερωτήματα που θέτει σχετική ανάλυση του «Politico» – τα οποία αποτυπώνουν και τις αντιθέσεις ανάμεσα στους συμμετέχοντες και τα διάφορα στρατόπεδα που έχουν δημιουργηθεί: «Θα πρέπει οι χώρες να κινηθούν πιο γρήγορα προς τον τερματισμό της παραγωγής ορυκτών καυσίμων (phase out) ή να επιλέξουν μια πιο σταδιακή διαδικασία μείωσης της παραγωγής (phase down);

Θα δεσμεύσουν οι πλούσιες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, δεκάδες δισ. δολάρια για τις καταστροφές που υφίστανται οι φτωχότερες χώρες από την κλιματική αλλαγή – και πρέπει, άραγε, να πληρώσει και η Κίνα;».

Η αναφορά στις ΗΠΑ και την Κίνα, τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη στις οποίες αναλογεί και το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης για την κλιματική αλλαγή, δεν είναι φυσικά τυχαία.

Είναι γεγονός ότι η κοινή δήλωση την οποία έδωσαν την περασμένη εβδομάδα στη δημοσιότητα Ουάσιγκτον και Πεκίνο, που περιέχει δεσμεύσεις για κοινή δράση και πιο φιλόδοξους στόχους, χαιρετίστηκε από αρκετούς (ανάμεσά τους και την ΕΕ), ως καλό μήνυμα ενόψει της COP28 – κάτι που συνέβη και μετά την πρόσφατη συνάντηση ανάμεσα στον Τζο Μπάιντεν και τον Σι Τζινπίνγκ.

Ωστόσο, η σχέση μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων παραμένει δύσκολη, γεμάτη από αντιθέσεις και έντονο ανταγωνισμό σε όλα τα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένης της κλιματικής αλλαγής και των μέτρων για την αντιμετώπισή της.

Το παραπάνω στοιχείο, σε συνδυασμό με τις πιέσεις που (δικαίως) ασκεί το μπλοκ των πιο αδύναμων χωρών, καθώς και την «αδιαλλαξία» που συνεχίζουν να επιδεικνύουν άλλοι μεγάλοι «παίκτες» – όπως η Ρωσία, που συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους παραγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου παγκοσμίως και δεν θέλει να χάσει αυτή την πηγή εσόδων, ειδικά καθώς συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία – αρκούν για να χαμηλώσουν τον πήχη των προσδοκιών.

Κάνοντας πολλούς να έχουν προδιαγράψει το ναυάγιο και αυτής της συνόδου, όπως άλλωστε έχει συμβεί με τις προηγούμενες 27. Ή, τουλάχιστον, με τις περισσότερες από αυτές.