Το ‘πε, το ‘πε, την περασμένη εβδομάδα ο Στέφανος Κασσελάκης. Υποσχέθηκε επιστροφή στη φιλότιμη και νοικοκυρεμένη Ελλάδα του 1960. Και μετά, προσπάθησε να το διορθώσει. Εννοούσε, λέει, την Ελλάδα της αλληλεγγύης και της ενσυναίσθησης του 1980 και του 1990. Μέγα λάθος του προέδρου Στέφανου. Ούτε λαϊκισμός ούτε τίποτα. Ενα μεγάλο λάθος μόνο. Τόσο τεράστιο που δεν επιδέχεται προσδιορισμό. Στα πολλά χρόνια που ζω, δεν θυμάμαι πολιτικό, οιουδήποτε κόμματος, να υπόσχεται επιστροφή στο παρελθόν όσο ειδυλλιακό κι αν ήταν. Αυτά τα λέμε μεταξύ μας για να περνάει η ώρα. Αλλά ο πρόεδρος Στέφανος δεν κάνει πολιτική. Σόου κάνει και οι «εισπράξεις» του καταγράφονται στις δημοσκοπήσεις. Οπότε ας λέει ό,τι θέλει.
Αυτό που μου έκανε, ωστόσο, εντύπωση, περισσότερο από τα άρατα κούρατα του προέδρου, είναι οι αντιδράσεις στα λεγόμενά του. Επίσημες και ανεπίσημες στο πλαίσιο του δημόσιου λόγου πάντα. Κείμενα που «τη λένε» στον Κασσελάκη όχι διότι υιοθετεί το «πίσω ολοταχώς» αλλά γιατί δεν συμφωνούν στο πού ακριβώς οριοθετείται αυτό το πίσω. Και η μεν δεκαετία του 1960 σφραγίσθηκε από τη χούντα οπότε άσ’ την να πάει. Του ’80 και του ’90 όμως τι είδους κόλαση ζήσαμε σε αυτόν τον τόπο ώστε να τις θεωρούν – διάφορες πολύ θυμωμένες πένες – παράδειγμα προς αποφυγή; Ειδικά άτομα που δεν τις έζησαν ή ήταν σε ηλικία που δεν τους επέτρεπε να τις αφομοιώσουν σε όλες τους τις διαστάσεις;
Στους «λεκέδες» των eighties για παράδειγμα, αναφέρεται η ομοφοβία, η τρομολαγνεία, η αστυνομική καταστολή. Με παράδειγμα, την επίθεση της «Αυριανής» στον Χατζιδάκι, «αιματοβαμμένα» πρωτοσέλιδα εφημερίδων, επεμβάσεις της Αστυνομίας. Συγγνώμη αλλά έτσι, κρίνεται το παρελθόν με κριτήρια του παρόντος, αλίμονο αν οι κοινωνίες δεν εξελίσσονταν. Και πάλι όμως, τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Η ποταπή επίθεση στον Χατζιδάκι ήταν ένα οργανωμένο σχέδιο της «Αυριανής» που κανέναν δεν έπεισε, τότε, ότι επρόκειτο περί «λαϊκής οργής». Και που δεν ήταν πιο άγρια από τις επιθέσεις και σχόλια που, σήμερα, γράφονται για ΛΟΑΤΚΙ άτομα στα σόσιαλ μίντια (για να μη μιλήσω για τις «δολοφονίες» που υφίστανται, για παράδειγμα, καλλιτέχνες όταν λένε κάτι που δεν αρέσει σε κάποιους). Την ίδια εκείνη εποχή, διακεκριμένοι ινστρούχτορες της διανόησης και της Τέχνης, κυκλοφορούσαν με μακιγιάζ (εντάξει, ελαφρύ) και ψηλοτάκουνες μπότες και ο Κώστας Ταχτσής έλεγε, πολύ αναλυτικά, σε δημόσια μέσα, τι ακριβώς κάνει τα βράδια. Δεν θυμάμαι να αντιδρούσαν κάποιοι, τουλάχιστον στα φανερά.
Τα eighties ήταν η δεκαετία που η χώρα έκανε τη μεγάλη έξοδο από τη βαλκανική της εσωστρέφεια. Που αντίκρυσε το ευρωπαϊκό της μέλλον. Η δεκαετία που εμπέδωσε τη σεξουαλική επανάσταση. Που δεν τραβούσαμε ζόρι να αφήσουμε, στα είκοσί μας, τα άνετα σπίτια των γονιών μας για να ζήσουμε σε στενάχωρες γκαρσονιέρες. Και που η χώρα άνοιξε διάπλατα πόρτες και παράθυρα για να υποδεχτεί προϊόντα, ιδέες, μόδες και τάσεις από το εξωτερικό. Και ναι, ήταν η δεκαετία της αλληλεγγύης – για όσους θυμούνται το Live Aid. Ενώ, όταν μιλάμε για αστυνομική καταστολή, να θυμηθούμε ότι αλώνιζε η «17 Νοέμβρη».
Δεν θέλω να πω ότι, τότε, ζούσαμε σε έναν παράδεισο. Δεν υπάρχουν παράδεισοι παρά μόνο στις Γραφές. Ηταν όμως μια εποχή που, ως νέοι, μπορούσαμε να κοιτάμε και να ονειρευόμαστε το μέλλον.
Οι γκρινιάρηδες
Αναρωτιέμαι αν αυτοί που βρίσκουν δυστοπικές τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 είναι τόσο ευχαριστημένοι με την εποχή μας; Λένε, για παράδειγμα ότι στα nineties υπήρχε ακραίος ρατσισμός εναντίον των Αλβανών. Οτι τώρα δεν υπάρχει ρατσισμός; Γιατί; Διότι γίνονται μεγαλύτερες και περισσότερες αντιρατσιστικές διαδηλώσεις; Ολα για τη βιτρίνα δηλαδή;
Οχι όμως, ούτε από τη σημερινή εποχή είναι ευχαριστημένοι. Οπως δεν είναι από το οτιδήποτε. Είναι άποψη ζωής αυτό. Η γκρίνια. Η αέναη καταγγελία των πάντων. Εχουν στηθεί καριέρες πάνω σε αυτό. Και έχουν ευοδωθεί. Αυτό από μόνο του, κάνει την εποχή μας χειρότερη. Και δηλητηριάζει ακόμη και τις κατακτήσεις της. Που, σίγουρα, υπάρχουν αλλά, δυστυχώς, δεν νομίζω ότι είναι αυτές που δίνουν το στίγμα των ημερών μας.