«Είναι σημαντικό να μην έχεις μεγάλες προσδοκίες όταν μπαίνεις σε έναν διαγωνισμό βραβείων.
Είναι πολύ απλό: έχεις μία στις πέντε ή στις έξι πιθανότητες. Και τις περισσότερες φορές δεν κερδίζεις καν. Ημουν υποψήφιος σε αρκετούς και δεν κατάφερα ούτε το ένα τέταρτο. Αλλά το Μπούκερ, ναι, είναι κάτι τεράστιο όταν σε βρίσκει στην εξέλιξη της καριέρας σου».
Αυτό έλεγε στο «Νσυν» λίγες ημέρες πριν κερδίσει το βραβείο Μπούκερ ο 46χρονος ιρλανδός συγγραφέας Πολ Λιντς, το όνομα του οποίου ανακοινώθηκε χθες κατά την απονομή στο Old Billingsgate του Λονδίνου. Αιτία του καλού; Το μυθιστόρημα «Prophet song», το οποίο αναμένεται να κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδ. Gutenberg. Σε αυτό, μία μητέρα τεσσάρων παιδιών πρέπει να αντιμετωπίσει το αστυνομικό κράτος της Ιρλανδίας, που έχει θέσει στο στόχαστρο τον αντιφρονούντα συνδικαλιστή σύζυγό της, να επιβιώσει εν μέσω άτυπου Εμφυλίου, να δεχθεί τη χλεύη των συμπατριωτών της και να φτάσει στη θέση των μεταναστών της Ευρώπης.
Από τη συνέντευξη με τον Λιντς, η οποία θα δημοσιευθεί ολόκληρη στο «Βιβλιοδρόμιο» του ερχόμενου Σαββάτου, δημοσιεύουμε ορισμένα αποσπάσματα.
Η ζωή της οικογένειας αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη επειδή το εξωτερικό περιβάλλον εισβάλλει στην κανονικότητά της. Πιστεύετε ότι οι αναγνώστες θα κάνουν την αντίστοιχη αναλογία με τα απολυταρχικά καθεστώτα ή, γιατί όχι, με τη σημερινή Ουκρανία;
Νομίζω ναι. Και είχα ήδη μηνύματα από αναγνώστες που μου έλεγαν πώς το βιβλίο άλλαξε τον τρόπο που διαβάζουν τις ειδήσεις. Νομίζω, δηλαδή, πως μπορούν να αφαιρέσουν τα φίλτρα που συνήθως βάζουμε μπροστά από τα γεγονότα του πολέμου. Εχουμε βομβαρδιστεί από τις εικόνες και το θέαμα, ώστε να μην αισθανόμαστε πλέον αυτό που βλέπουμε. Η μυθοπλασία μπορεί να μας το ξαναδώσει αυτό. Να υπερβεί τις γραμμές άμυνας και να φέρει τον αναγνώστη πιο κοντά σ’ αυτό που συμβαίνει. Είναι μια μηχανή της κατανόησης και της συμπάθειας. Αυτή είναι η βασική αποστολή της.
Μία από τις λέξεις της χρονιάς για το 2022 ήταν η «μονιμοκρίση». Μία λέξη που μπορεί να την καθρεφτίζει είναι το «μονιμοθέαμα», που μόλις αναφέρατε. Πώς μπορεί να ανταγωνιστεί το μυθιστόρημα αυτή τη διάχυση εικόνων και τη διάσπαση προσοχής;
Είναι το ερώτημα που σκέφτομαι επί χρόνια. Ο Ντον ΝτεΛίλο ασχολήθηκε με αυτό στο «Μάο ΙΙ» και νομίζω ότι η απάντηση που δίνει είναι η απάντηση της ηττοπάθειας: ότι ο μυθιστοριογράφος που ψιθυρίζει ιστορίες στο αφτί του αναγνώστη δεν μπορεί να ανταγωνιστεί το «μονιμοθέαμα» – μ’ αρέσει αυτή η λέξη. Σκέφτομαι όμως ότι την ίδια στιγμή πρέπει να δοκιμάσω τα όρια του μυθιστορήματος ακριβώς σ’ αυτό το επίπεδο. Να σπρώξω το έργο σε μια βαθύτερη περιοχή, μακριά από τις προσδοκίες και τις συνήθειες της μεσοαστικής παράδοσης. Να μεταφέρω τον αναγνώστη στις εσχατιές, αλλά με σωστή τεχνοτροπία. Αυτό που του ψιθυρίζω πρέπει να είναι όμορφο την ώρα που του ζητάω να δώσει προσοχή στην πραγματικότητα.
Γράφετε κάπου ότι η Εϊλις βρέθηκε «σε ένα μέρος όπου δεν υπήρχε καθόλου χώρος»…
Ναι, η Εϊλις είναι προσωρινά άπατρις, μένει χωρίς εστία. Δεν μπορεί να μείνει στο σπίτι όπου ζούσε και δεν μπορεί να αποδεχθεί το μέρος που της απέμεινε. Είναι μια άστεγη, κατά μία έννοια. Κάτι που όλοι μπορεί να αντιμετωπίζουμε στη ζωή μας σε διαφορετικές έστω καταστάσεις. Νιώθουμε ότι βρισκόμαστε στο κενό, χωρίς αναφορές, μέσα σε ένα διαρκές σοκ. Πιστεύουμε ότι η ζωή προσδιορίζεται από την κανονικότητα, αλλά ορίζεται μάλλον από τα απανωτά σοκ που βιώνουμε.
Επικοινωνούν μεταξύ τους τα βιβλία διαφορετικών εποχών;
Οταν διαβάζω τον Σοφοκλή – ας πάρουμε αυτό το παράδειγμα – υπάρχει εκεί μία αλήθεια για τον αγώνα του ανθρώπου μέσα στον κόσμο που φτάνει αυτούσια στον δικό μου κόσμο ύστερα από 2.000 χρόνια. Αυτό οφείλω να κυνηγάω: τις βαθύτερες αλήθειες που αναζητάει η μεγάλη λογοτεχνία. Είναι φυσικά πολύ δύσκολο, αλλά είναι το μόνο που αξίζει σ’ αυτή την περιπέτεια.