Προχθές το βράδυ κοιμηθήκαμε και χθες το πρωί ξυπνήσαμε σε ένα κλίμα ιδιότυπου, διαδικτυακού «ψυχρού πολέμου» με τους Βρετανούς. Αιτία – και όχι αφορμή – η ματαίωση από τον Ρίσι Σούνακ της προγραμματισμένης συνάντησης με τον Κυριάκο Μητσοτάκη διότι, λέει, μίλησε δημόσια για το θέμα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα. Και, όπως λέμε στην ιντερνετική γλώσσα, έγινε πάρτι στο Χ (πρώην Twitter) με τις ατάκες, τα σχόλια, τις μονταρισμένες φωτογραφίες. Επρόκειτο, όντως, για μια πρωτοφανή διπλωματική απρέπεια που εκθέτει τον πρωθυπουργό της Βρετανίας ενώ η ελληνική πλευρά κερδίζει τις εντυπώσεις ως προς το ή ούτως ή άλλως δίκαιο του αιτήματος που ανάγαγε σε διεθνές θέμα η Μελίνα Μερκούρη.
Το θέμα της επαναφοράς των Γλυπτών είναι απλό, απλούστατο ως προς την ηθική του διάσταση και, ταυτόχρονα, ιδιαίτερα περίπλοκο ως προς το νομικό και γραφειοκρατικό καθεστώς του. Και, προσωπικά, διχάζομαι ανάμεσα στην άποψη ότι η επιστροφή τους είναι θέμα νομοτελειακό και σε αυτούς που πιστεύουν ότι δεν πρόκειται να επιστραφούν ποτέ. Πάντως πολύ θα ήθελα να ζήσω εκείνη την ημέρα που θα επανατοποθετούνται στη φυσική τους θέση. Νομίζω ότι θα είναι από τα γεγονότα που ζει κάποιος μια φορά στη ζωή του.
Ομως σήμερα θα ασχοληθώ με ένα άλλο θέμα, αυτήν την καταγεγραμμένη στη συλλογική συνείδησή μας περίεργη σχέση απώθησης και συγχρόνως συμπάθειας που έχουμε για την Αγγλία και τους Αγγλους. Δεν τους αντιπαθούμε όσο τους Γερμανούς, δεν τους συμπαθούμε όπως τους Γάλλους, ούτε βέβαια τους λατρεύουμε όπως τους Ιταλούς αλλά ούτε και τους θεωρούμε «ανάλαφρους» και αφελείς όπως τους Αμερικανούς (συμπεράσματα εξαχθέντα από τα «εθνικά» ανέκδοτα τύπου «Ηταν ένας Γερμανός, ένας Αγγλος, ένας Αμερικανός και ένας Ελληνας»).
Οι λόγοι, στη σύγχρονη Ιστορία μας, είναι πολλοί. Οι άγγλοι φιλέλληνες με προεξέχοντα τον Λόρδο Βύρωνα, η σκληρά αδιάφορη θέση των Βρετανών στη Μικρασιατική Καταστροφή, το «Εδώ Λονδίνο» της ελληνικής υπηρεσίας του ΒBC και η συμμαχία στα χρόνια της Κατοχής. Και μετά η ανάμειξή τους στα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο. Αλλαγή διάθεσης από το ένα εξάμηνο στο άλλο. Ακολούθησε η εξέγερση κατά της αγγλικής κατοχής στην Κύπρο, οι απαγχονισμοί ακόμη και ανήλικων αγωνιστών, τα «Φυλακισμένα μνήματα». Και μετά ήρθαν τα χρόνια του Swing London, οι Μπιτλς και οι Ρόλινγκ Στόουνς, το μίνι, η αισθητική της Oxford Street και η Μαίρη Κουάντ, οι φοιτητές και τα πρώτα οργανωμένα ταξίδια στο Λονδίνο, όλα αυτά δηλαδή που διεύρυναν κάπως τον, τότε, περιορισμένο κοσμοπολιτισμό μας.
Αυτή η αμφιθυμία έχει περάσει ποικιλοτρόπως και στη μαζική, τη λεγόμενη ποπ, κουλτούρα μας. Προσωπικά, μεγάλωσα με τις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Με τον Γιώργο Γαβριηλίδη στον ρόλο του άγγλου πρόξενου στο «πολυεθνικό» «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη», τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο να αναρωτιέται, στο «Μια τρελή τρελή οικογένεια» για τον Δημήτρη Καλλιβωκά, «Μα καλά, στο Λονδίνο βρήκες να πας για να γίνεις άνδρας;». Και τον Κώστα Βουτσά με την περούκα του στο «Γαμπρός από το Λονδίνο».
Το πουλί του Σκόμπι
Μετά, γύρισε η σελίδα (η οποία ήταν πάντα γυρισμένη, εγώ ήμουν μικρή). Θυμάμαι την Τζένη Καρέζη να τραγουδά, με τον Ξυλούρη, στο «Μεγάλο μας Τσίρκο» «Ολοι μας σφάζανε μαζί, Εγγλέζοι, Γάλλοι κι Αμερικανοί». Και το μετακατοχικό «Τα κορίτσια που ‘χαν πρώτα Γερμανούς, τώρα έχουν Εγγλεζάκια με κοντά παντελονάκια κι από πίσω ένα σύνταγμα Ινδούς».
Και εκείνη η σκηνή στον «Θίασο» του Αγγελόπουλου που όταν την είχα πρωτοδεί ενθουσιάστηκα, αλλά μεγαλώνοντας την ξαναείδα στις σωστές της διαστάσεις. Είναι η σκηνή στην ταβέρνα, την Πρωτοχρονιά του 1946, όπου η παρέα των αριστερών χορεύει ένα πρώιμο, για εκείνη την εποχή, ροκ ‘ν’ ρολ υπό τους στίχους του τραγουδιού που λέει: «Το πουλί του Σκόμπι είναι κόμποι κόμποι / μεσ’ στο Κολωνάκι ψάχνει για αγοράκι / Αν λυθούν οι κόμποι τι θα γίνει Σκόμπι / με την άδικη πολιτική». Αυτά όμως είναι Ιστορία. Ενώ τα γλυπτά είναι το «ζων παρελθόν» μας. Τεράστια διαφορά.