Ο πρωθυπουργός της άλλοτε Μεγάλης Βρετανίας Ρίσι Σούνακ φέρθηκε προχθές σαν πολύ μικρός πολιτικός. Φοβούμενος ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με τον οποίο είχε προγραμματιστεί συνάντηση, θα έθετε και μπροστά του το ζήτημα της επιστροφής των κλεμμένων Γλυπτών του Παρθενώνα και την επανένωσή τους, ματαίωσε τη συνάντηση. Ηθελε να αποφύγει να διατυπωθεί μπροστά του δημοσίως το ελληνικό αίτημα – και κατέληξε να συζητούν όλοι στη χώρα του το ζήτημα, με καθόλου κολακευτικά σχόλια για τον ίδιο και τον χειρισμό του. Μέχρι και δημοσκόπηση έγινε, στην οποία φαίνεται να τον αποδοκιμάζει το 66% του πληθυσμού.
Στο μεταξύ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε κάνει ήδη γνωστή τη θέση της Ελλάδας μιλώντας στο BBC. Ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές, έκανε λόγο για κλεμμένα Γλυπτά. Μάλιστα, ο έλληνας Πρωθυπουργός, για να γίνει κατανοητός, χρησιμοποίησε το παράδειγμα της Μόνα Λίζα: ποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι ένα τόσο διάσημο έργο θα μπορούσε να κοπεί στα δύο και να εκτίθεται σε διαφορετικούς χώρους, σε διαφορετικές χώρες;
Η πράξη του Σούνακ, που αντιμετωπίστηκε με δημόσια έκφραση της δυσφορίας του από τον έλληνα Πρωθυπουργό, ανεξάρτητα από τις διπλωματικές προεκτάσεις στις σχέσεις των δύο χωρών (μικρές και προσωρινές, όπως όλα δείχνουν, αφού ήδη ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας εργάζεται για την εκτόνωση της έντασης) αναζωπυρώνει το θέμα της διεκδίκησης, κάνοντας τις ελληνικές θέσεις ακόμα πιο ισχυρές.
Μην ξεχνάμε ότι η γκάφα Σούνακ έρχεται έπειτα από μια πανωλεθρία με παγκόσμιο αντίκτυπο του ίδιου του Βρετανικού Μουσείου, την κλοπή από τις αποθήκες του 2.000 αρχαιολογικού ενδιαφέροντος πολύτιμων αντικειμένων, ανάμεσά τους κοσμημάτων, τα οποία δεν είχαν καταγραφεί. Μόλις προχθές, η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, απαντώντας σε ερώτηση της Ζωής Κωνσταντοπούλου, επανέλαβε στη Βουλή τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης, ότι η γνωστοποίηση της κλοπής «κατέρριψε με κρότο και το τελευταίο επιχείρημα του Βρετανικού Μουσείου ότι τα Γλυπτά φυλάσσονται καλύτερα στο Λονδίνο από ό,τι στην Αθήνα».
Η ουσία είναι ότι το αίτημα της Ελλάδας, η οποία εργάζεται μεθοδικά με πολλές κυβερνήσεις (μην ξεχνάμε ότι η δημιουργία του Μουσείου της Ακρόπολης συνδυάστηκε με το αίτημα της επανένωσης των Γλυπτών) έχει ισχυροποιηθεί και για άλλους λόγους. Εχει συμβάλει και η συζήτηση για το αποικιακό παρελθόν της Βρετανίας, η συζήτηση για την αποαποικιοποίηση. Εστω και αν σχεδόν μονοπωλείται από ριζοσπάστες της Αριστεράς και εκπροσώπους της κουλτούρας της απόρριψης, κλονίζει σοβαρά βάθρα που λίγο παλιότερα θα λογίζονταν απόρθητα. Η διεκδίκηση της Ελλάδας από το Βρετανικό Μουσείο συναντά, ήδη, την επαναφορά διεκδικήσεων από τη Νιγηρία κι από την Κίνα. Το παγκόσμιο κλίμα έχει αλλάξει.
Αλλά, επιπλέον, το ελληνικό αίτημα είναι μοναδικό επειδή στηρίζεται στο πραγματικό γεγονός της βίαιης απόσπασης των Γλυπτών από τον Παρθενώνα, για τον τεμαχισμό ενός ακέραιου έργου τέχνης, και την εμπορία τους από τον κλέφτη τους, τον Ελγιν, ο οποίος έδρασε κατ’ ιδίαν και για το προσωπικό του όφελος. Γι’ αυτό η Ελλάδα δεν μιλάει για επιστροφή των Γλυπτών αλλά για επανένωση, υπό την σκιά του αττικού ουρανού, στο φυσικό τοπίο όπου υπάρχουν τα τεκμήρια του πολιτισμού που τα δημιούργησε.
Η απήχηση που έχει αυτή η θέση στην UNESCO, στη διεθνή κοινή γνώμη αλλά, όπως όλα δείχνουν, και στη Βρετανία, στο πολιτικό σύστημα και στον Τύπο, μπορεί να λογιστεί ως καλός οιωνός για την έκβαση της ελληνικής επιδίωξης.