Αν ο Σούνακ ρωτούσε το υπουργείο Εξωτερικών, κατά πάσα πιθανότητα θα τον συμβούλευαν να δει τον Μητσοτάκη και μετά να κάνει μία δήλωση ή διαρροή ως προς τη στάση του απέναντι στο ελληνικό αίτημα για την επανένωση των Γλυπτών. Με την απρέπεια στην οποία κατέφυγε, κατάφερε να υπενθυμίσει το θέμα σε παγκόσμιο ακροατήριο, να δεχθεί κριτική από Τύπο και αντιπολίτευση και να επαναφέρει την υπόθεση στον αφρό. Κοινώς έκανε γκάφα, πιστεύοντας ότι θα απευθυνθεί στο πατριωτικό αίσθημα της συντηρητικής Βρετανίας. Και ναι, όταν είσαι είκοσι πόντους στις δημοσκοπήσεις, η απελπισία μπορεί να γίνει οδηγός.
Βέβαια το θέμα πάει πιο πίσω χρονικά. Αλλά αυτό δεν είναι πρόβλημα ειδικά, όταν πρόκειται για κάτι που υφίσταται εδώ και δύο αιώνες. Αν δεν έρθουν αύριο, θα έρθουν μεθαύριο, δεν χάλασε ο κόσμος. Απλώς τώρα θα πρέπει να περιμένουμε την αλλαγή ενοίκου στο νούμερο 10.
Υπάρχει και ένα ερώτημα που μάλλον δεν έχει και μεγάλη σημασία τώρα. Μήπως ο Μητσοτάκης το παρατράβηξε; Μήπως είδε τον Τάμεση για Ρουβίκωνα και είπε να τον διαβεί με σκληρές δηλώσεις; Δεν νομίζω. Επανέλαβε πάγιες ελληνικές θέσεις και, απλώς, προσπάθησε να τις χρωματίσει με περισσότερη ένταση, απευθυνόμενος στη βρετανική κοινή γνώμη, γνωρίζοντας, άλλωστε, ότι ένα σημαντικό κομμάτι της υποστηρίζει πλέον το ελληνικό αίτημα.
Συνεπώς; Τι κάνουμε από εδώ και πέρα; Δύο πράγματα. Πρώτον υπομονή μέχρι την, αναμενόμενη, πολιτική αλλαγή στη Βρετανία. Οι Εργατικοί, άλλωστε, βλέπουν το ζήτημα με θετική ματιά. Δεύτερο και πιο σημαντικό, χαμηλοί τόνοι και αποφυγή δηλώσεων και εκδηλώσεων που θα μπορούσαν να ερμηνευτούν, από τη βρετανική κοινή γνώμη, ως προσβλητικές.
Δεν θέλει, άλλωστε, πολύ για να παίρνει καμιά «Daily Mail» αναρτήσεις από τα ελληνικά social media και να τις σερβίρει στο κοινό της ως οργή κατά της Βρετανίας. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να το ελέγξει καμία κυβέρνηση, ούτε η ελληνική. Ομως μπορεί να δώσει τον τόνο και τη «γραμμή». Ενας Σούνακ είναι, θα περάσει.