Μουσικές συνθέσεις οι οποίες ανακαλύφθηκαν στο Αουσβιτς παίχτηκαν χθες για πρώτη φορά αποκατεστημένες από τον συνθέτη Λέο Γκάιερ στο θέατρο Σάντλερς Γουέλς στο Ισλινγκτον του Λονδίνου. Ο 31χρονος μουσικός βρήκε τις παρτιτούρες το 2015 όταν επισκέφτηκε το πολωνικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, αφού του είχαν αναθέσει να γράψει μια σύνθεση στη μνήμη του σερ Μάρτιν Γκίλμπερτ, του βρετανού ειδικού για το Ολοκαύτωμα που είχε πεθάνει την ίδια χρονιά.
Περιπλανώμενος στις αίθουσες του κολαστηρίου για εκατομμύρια Εβραίους, ένας αρχειοφύλακας του σύστησε με ανεπίσημο τρόπο να ρίξει μια ματιά στα μουσικά θραύσματα που είχαν διασωθεί από την περίοδο που ορχήστρες έπαιζαν στο στρατόπεδο.
«Παραλίγο να πέσω κάτω όταν μου το είπε γιατί δεν μπορούσα να πιστέψω ότι κάτι τέτοιο υπήρχε και ότι κανείς δεν του είχε δώσει τόση σημασία το τελευταίο διάστημα… 80 χρόνια», είπε ο Γκάιερ στους «Times» του Λονδίνου. Οταν βρέθηκε ξανά στο Αουσβιτς για να εξετάσει τις παρτιτούρες, αντιλήφθηκε γιατί τόσα χρόνια κανείς δεν είχε ασχοληθεί μαζί τους. Τα 210 μουσικά αποσπάσματα ήταν σε κακή κατάσταση και το καθένα από αυτά ήταν σε διαφορετικό σημείο ολοκλήρωσης. Πολλές από τις σελίδες ήταν εν μέρει κατεστραμμένες, όπως βέβαια και τα μουσικά όργανα του στρατοπέδου.
Για τον λόγο αυτό, του πήρε επτά χρόνια σκληρής δουλειάς προκειμένου να καταφέρει να ενώσει τα διαφορετικά μουσικά κομμάτια. Βοηθό του σε αυτήν την προσπάθεια ο Γκάιερ είχε μαρτυρίες επιζώντων του Αουσβιτς αλλά και την ίδια την ιστορία των ορχηστρών του στρατοπέδου που του φώτισαν τον δρόμο προς την ανασύνθεση χαμένων κομματιών μουσικής ώστε να τα επαναφέρει στη ζωή. Παράλληλα, αντιπαρέβαλε τις παρτιτούρες με τις φωτογραφίες των μουσικών του Αουσβιτς ώστε να καταλάβει ποια όργανα θα μπορούσε να παίζει ο καθένας από αυτούς. «Δεν ήταν ποτέ μια σωστή ορχήστρα. Ηταν ένα πολύ μικρότερο, τυχαίο συνονθύλευμα οργάνων και… μουσικών που ήταν διαθέσιμοι εκείνη την εποχή», υπογράμμισε ο συνθέτης.
Η 98χρονη τσελίστρια
Αν και όργανα που συνήθως απουσίαζαν από παραδοσιακές ορχήστρες όπως τα ακορντεόν, τα σαξόφωνα και τα μαντολίνα ήταν παρόντα στο Αουσβιτς, άλλα κλασικά όπως οι βιόλες, τα όμποε και τα φαγκότα ήταν εξαιρετικά περιορισμένα. «Στη γυναικεία ορχήστρα του Μπιρκενάου δεν υπήρχε τσελίστρια για χρόνια. Συνήθως σε μια συμφωνική ορχήστρα μπορεί να έχεις μέχρι 40 άτομα. Οπότε αυτό δείχνει πόσο διαφορετικό και παράξενο ήταν στην πραγματικότητα ένα μεγάλο μέρος αυτής της μουσικής που θα ακουγόταν», δήλωσε ο Γκάιερ.
Μία από τις επιζήσασες είναι η Ανίτα Λάσκερ – Βάλφις, 98 ετών σήμερα (η μόνη που έμεινε από τις ορχήστρες του Αουσβιτς), η οποία βρέθηκε να παίζει τσέλο. Για εκείνην η μουσική ήταν «ένα μέσο επιβίωσης». Και ο εγγονός της, ο βαρύτονος Σάιμον Βάλφις, εμφανίστηκε στη χθεσινή εκδήλωση. Σε παλιότερη αφήγησή της στο γερμανικό NDR θυμόταν: «Γνωρίζαμε για τους θαλάμους αερίων. Εγώ νόμιζα ότι θα πεθάνω με το που θα φτάσω στο στρατόπεδο. Αλλά έψαχναν κάποια να παίζει τσέλο κι έτσι σώθηκα. Μετά τα βλέπαμε όλα, πώς οι άνθρωποι μετατρέπονταν σε καπνό».
Οι ορχήστρες είχαν σχηματιστεί με πρωτοβουλία των αξιωματικών των SS ώστε να παίζουν μουσική για το στράτευμα. Οι μελωδίες που οι μουσικοί αναγκάζονταν να παίζουν αντλούσαν έμπνευση από τη γερμανική λαϊκή μουσική της εποχής και ήταν «ανησυχητικά χαρούμενες», όπως επεσήμανε ο 31χρονος συνθέτης. «Είναι πολύ χαρούμενες, με μείζονες συγχορδίες σε όλη τους τη διάρκεια. Το να τις φαντάζεται κανείς στο πιο μακάβριο σκηνικό που μπορεί να υπάρξει, είναι βαθιά ενοχλητικό», συνέχισε ο ίδιος.