Διαδέχτηκε την Ιωάννα Παπαντωνίου στο προεδρείο της Ελληνικής Εταιρείας Ενδυμασιολογίας. Η επιμελήτρια της Συλλογής Νεοελληνικού Πολιτισμού του Μουσείου Μπενάκη, με σπουδές στη γαλλική και συγκριτική φιλολογία στην Αθήνα και στο Παρίσι και τεχνικών μαθημάτων για αρχαία υφάσματα στη Λυών, εστιάζει την έρευνά της στη μελέτη των ελληνικών κεντημάτων και των ελληνικών τοπικών ενδυμασιών. Η ίδια και τα μέλη της Ελληνικής Εταιρείας Ενδυμασιολογίας με αφορμή την επέτειο της εικοσάχρονης λειτουργίας τους διοργανώνουν ένα συνέδριο (8-10/12 στο Αμφιθέατρο του Μουσείου Μπενάκη, Πειραιώς 138) τιμώντας την ιδρύτριά τους:
«Η Ιωάννα Παπαντωνίου είναι η ιδρύτριά μας και για τις περισσότερες από εμάς είναι και η μέντοράς μας. Προσωπικά σε εμάς και σε μια μεγαλύτερη γενιά ανθρώπων που ασχολούνται με το ένδυμα μας μετέφερε το ενδιαφέρον της για την έρευνα του ενδύματος. Η δημιουργία της Ελληνικής Εταιρείας Ενδυμασιολογίας αποτέλεσε μια προσπάθεια να συνεχιστεί υπό άλλη μορφή, αλλά και να διευρυνθεί ως προς τους στόχους και τα ενδιαφέροντα, η πορεία του Εθνικού Αρχείου Ελληνικής Παραδοσιακής Ενδυμασίας, ενός ερευνητικού προγράμματος που δημιουργήθηκε από το ΥΠΠΟ, επί υπουργίας Μελίνας Μερκούρη, με τη συμμετοχή του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος και του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης αρχικά, και του Λυκείου των Ελληνίδων αργότερα.
Η Ιωάννα Παπαντωνίου, όντας αγγλοσπουδαγμένη και σε συνεχή επικοινωνία με μελετητές της γενιάς της στο εξωτερικό, είχε υπόψη τις costume societies, κυρίως τη βρετανική και την αμερικανική, και ίδρυσε την Ελληνική Εταιρεία Ενδυμασιολογίας το 2003. Πρόκειται για μια ομάδα μελετητών από όλους τους φορείς του ενδύματος και καλεί πολλούς ανθρώπους από όλους αυτούς τους τομείς για να διευρύνει το αντικείμενο. Δεν είναι πια η παραδοσιακή ενδυμασία, είναι η μόδα, το θεατρικό κοστούμι, το ιστορικό ένδυμα από την αρχαιότητα μέχρι τώρα. Είναι το ύφασμα, τα συστατικά της ενδυμασίας που μπορεί να είναι το ύφασμα, οι τεχνικές διακόσμησης, το κόσμημα. Και ξεκινάμε το 2003. Με τις δυσκολίες μας, γιατί στην ουσία είμαστε ένα σωματείο εθελοντών που βέβαια πολλοί από εμάς η κύρια ενασχόλησή μας είναι στο ένδυμα αλλά η δουλειά μας είναι στους φορείς μας, οπότε πρέπει να υπάρξει και ένα περίσσευμα χρόνου για να γίνονται κάποια πράγματα».
Ο απολογισμός των «κάποιων πραγμάτων» είναι θετικός;
Αυτό είναι το πέμπτο συνέδριο που διοργανώνουμε. Σκοπός του συνεδρίου είναι η ενεργοποίηση μιας συστηματικότερης συνομιλίας ανάμεσα σε επιστήμες που εξετάζουν το ένδυμα, αποκαλύπτοντας τις προοπτικές που αυτό ανοίγει ως αντικείμενο μελέτης, ως μουσειακό αντικείμενο και έκθεμα και ως αποτέλεσμα δημιουργικής ερμηνείας και έκφρασης στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Τα τρία πρώτα ήταν διεθνή και έχουμε εκδώσει και τα πρακτικά των τριών. Ετοιμάζουμε και τα πρακτικά του τέταρτου σε συνεργασία με το Ιδρυμα Βασίλη Παπαντωνίου στη σειρά «Ενδυματολογικά», της οποίας έχουμε την εκδοτική επιμέλεια ως εταιρεία. Εχουμε διοργανώσει 20 ημερίδες, κάποιες θεματικές με πιο ελεύθερο θέμα, και αναρτάμε σιγά-σιγά τα πρακτικά των ημερίδων στην ιστοσελίδα μας.
Εχουμε τρεις ομάδες εργασίας που πρότεινε η Ιωάννα Παπαντωνίου στην εταιρεία. Τα μέλη κάθε ομάδας θα έχουν κάποια εξειδίκευση ώστε να προχωρήσουν και να μελετήσουν κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο. Οι ομάδες ξεκινάνε, σταματάνε, άλλες ενεργοποιούνται περισσότερο, άλλες λιγότερο, αλλά δεν έχουν λήξει. Είναι η ομάδα εργασίας για τα άμφια η οποία συνεχίζει μια έρευνα που είχε ξεκινήσει το ίδρυμα στη μονή Ιβήρων του Αγίου Ορους, η ομάδα για τη μοδιστρική η οποία εξετάζει τον ρόλο των μοδιστρών στη διαμόρφωση του ενδύματος. Η πιο καινούργια, δυναμική ομάδα είναι αυτή για τους σύγχρονους έλληνες σχεδιαστές που παρακολουθεί το έργο τους, τον τρόπο που δουλεύουν, πώς εμπνέονται από τη λεγόμενη ελληνικότητα – ένα θέμα που στη μόδα έρχεται και επανέρχεται –, τη σχέση τους με το εξωτερικό. Αυτό το κομμάτι που είναι σταθερά πιο ερευνητικό, σε κάποιες περιπτώσεις έχει δώσει καρπούς. Στις ημερίδες έχουν γίνει κάποιες ανακοινώσεις με τα πορίσματα αυτών των ερευνών και προχωράμε όπως μπορούμε.
Ο χώρος σάς ξέρει γιατί έχετε αυτή τη θεωρητική και ερευνητική δομή, αλλά σχεδόν είσαστε αόρατοι για το ευρύ κοινό που ενδιαφέρεται πολύ για το φαινόμενο της μόδας.
Εμείς ως εταιρεία δεν είμαστε μόνο μόδα, ασχολούμαστε ευρύτερα με το ένδυμα. Στο κάλεσμά μας για αυτό το συνέδριο ωστόσο είχαμε πολύ μεγάλη ανταπόκριση. Είναι ένα πυκνό συνέδριο με 44 ομιλητές και φυσικά δεν είναι όλοι μέλη μας. Είναι εν δυνάμει μέλη μας και μεταξύ αυτών είναι ακαδημαϊκοί και διδακτορικοί φοιτητές. Εχουμε κάποιους λίγους σχεδιαστές μέλη μας καθώς και σκηνογράφους και ενδυματολόγους. Οι άνθρωποι της πράξης δεν έχουν ίσως τον χρόνο και είναι αλλιώς προσανατολισμένοι. Το ένδυμα εν γένει είναι η μεγαλύτερη θεματική του Συνεδρίου γιατί και η έρευνα που έχει κάνει η Ιωάννα Παπαντωνίου είναι οι τοπικές φορεσιές και φυσικά με δική της πρωτοβουλία το Ιδρυμα Βασίλη Παπαντωνίου έχει την πλουσιότερη συλλογή μόδας στην Ελλάδα.
Καθώς διαδεχτήκατε την κυρία Παπαντωνίου, ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου πού δίνετε το βάρος των ερευνών σας μετά τα 20 χρόνια από την ίδρυση της Εταιρείας Ενδυμασιολογίας;
Νομίζω ότι αυτό που θα ήταν ενδιαφέρον να διερευνηθεί περισσότερο είναι το φαινόμενο της μόδας. Τα περισσότερα μέλη προέρχονται από το δικό μου τον χώρο, των τοπικών ενδυμασιών. Μένει να προσελκύσουμε νέα μέλη με αυτό το ερευνητικό ενδιαφέρον, αφού υπάρχει αυτή η καινούργια ομάδα για τη μελέτη των νέων ελλήνων σχεδιαστών και τον συντονισμό τον έχει η Μυρσίνη Πήχου. Τις τοπικές φορεσιές τις δουλεύουμε στους φορείς μας συνέχεια, προφανώς δεν έχει λήξει η κουβέντα. Γιατί μια καινούργια ματιά, κάθε καινούργια ερμηνεία, γεννά κι άλλες. Αλλά νομίζω ότι καλό θα ήταν να δούμε περισσότερο ερευνητικά και από πλευράς ερμηνείας το φαινόμενο της μόδας.
Τι παρατηρείτε για τη σχέση του σύγχρονου ενδύματος με το ζήτημα της ελληνικότητας;
Είναι κάτι που έρχεται και επανέρχεται. Συνέχεια το βλέπουμε να επιστρέφει κατά περιόδους από τη γενιά του ’30 και μετά. Τώρα περνάμε μία δεύτερη αναβίωση, η προηγούμενη παρατηρείται μέσα στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, πήρε και λίγο από χούντα. Υπήρξε και στα χρόνια της μεταπολίτευσης μία επιστροφή στην ελληνικότητα με το ταγάρι και το έθνικ στυλ. Ενα έθνος που επισκεπτόταν και την ελληνικότητα, αλλά με έναν χίπικο τρόπο. Η τωρινή φάση έχει ξεκινήσει ήδη πριν από χρόνια, μέσα από τις συλλογές της Σοφίας Κοκοσαλάκη, με τις διάφορες εκθέσεις που έχουν γίνει ήδη από τη δεκαετία του ’90. Συνεχίστηκε και εντάθηκε θα έλεγα με την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Αλλά ήρθε και μία έξω ματιά να την αναβιώσει. Από τον Jean Paul Gaultier και τον Alexander McQueen με τις περίφημες τώρα πια ελληνικές συλλογές τους. Πιο πρόσφατα με τη Maria Grazia Chiuri για τον Dior. Πάντα όταν ο ξένος σε επισκέπτεται, η προσέγγισή του φρεσκάρει και τη δική σου ερευνητική ματιά.
Τι είναι πιο σωστό να λέγεται: τοπικές φορεσιές ή ενδυμασίες;
Και τα δύο. Οχι όμως στολές.
Από την έρευνά σας στις τοπικές φορεσιές τι διαπιστώνετε να προσφέρουν στην παρούσα χρονική στιγμή;
Δεν έχω κάνει επιτόπια έρευνα. Είμαι υπεύθυνη της συλλογής του μουσείου Μπενάκη, οπότε έχω αρκετά καλή γενική εποπτεία. Αυτό σου δίνει τη δυνατότητα να έχεις κάποια γενικότερα συμπεράσματα, αλλά έχεις ανάγκη – αν χρειαστεί να εστιάσεις – τον ιδιαίτερο μελετητή ο οποίος έχει εμβαθύνει, έχει κάνει τη μονογραφία μίας συγκεκριμένης περιοχής. Τώρα ευτυχώς υπάρχουν περισσότεροι ειδικοί που μελετάνε τις φορεσιές του τόπου τους και από την έρευνά τους βγαίνουν και φορεσιές που ίσως δεν υπάρχουν σε μουσειακές συλλογές και τις οποίες δεν τις ξέραμε. Υπάρχουν τέτοιοι μελετητές που το κάνουν με αρκετά επιστημονικό τρόπο, με μία ιστορική συνέχεια. Εδώ επανερχόμαστε στο θέμα της λαογραφίας και της λαϊκής τέχνης στην άποψη των μελετητών της εποχής της Αγγελικής Χατζημιχάλη. Οι οποίοι θεωρούσαν τη λαϊκή τέχνη ως έμπνευση ενός λαού που έχει κάποια προαιώνια χαρακτηριστικά. Οτι αυτό σημαίνει παράδοση, ότι έρχεται από το βάθος αυτών των χρόνων αυτούσια και ότι δεν έχει αλλάξει. Κι όμως, αλλάζει από γενιά σε γενιά. Βέβαια η συζήτηση αυτή που θίγω τώρα δεν είναι καθαρά ελληνική.
Διάβαζα ένα κείμενο από τα πρακτικά ενός συμποσίου που είχε γίνει στη Γαλλία το 2006. Το εισαγωγικό κείμενο είχε ακριβώς αυτή τη συλλογιστική. Προφανώς όπου έχουμε να κάνουμε με λαϊκή φορεσιά, ακόμα και στην Ευρώπη που την έχει παρατήσει εδώ και αρκετό καιρό, πρέπει να παλέψουμε με το θέμα της λαϊκής ψυχής, με το θέμα της παραδοσιακότητας και της έλλειψης ιστορικότητας των αρχικών μελετητών στο τι είναι τοπικό, τι είναι παραδοσιακό, τι εθνικό.
Οσο πάει η βιβλιογραφία εμπλουτίζεται με πιο επιστημονικές προσεγγίσεις που βάζουν τον ιστορικό χρόνο και την εξέλιξη μέσα στην κουβέντα με στοιχεία, καθώς συλλέγουν φωτογραφικό υλικό. Παλιότερα για να βρεις αυτές τις ωραίες φωτογραφίες με φορεσιές, έπρεπε να πας στα φωτογραφικά αρχεία του Μουσείου Μπενάκη και στο φωτογραφικό αρχείο του ιδρύματος. Τώρα, ιδίως στο Ιντερνετ, υπάρχουν ομάδες που βγάζουν από τα σεντούκια τις ζωές των ανθρώπων και βρίσκεις εξαιρετικό υλικό.