Ακούγοντας το… κεραμιδοειδές συμβάν του Λονδίνου, την ακύρωση στο παρά πέντε της συνάντησης Σούνακ – Μητσοτάκη από την πλευρά του οικοδεσπότη πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας, η αυτόματη πρώτη αντίδραση ήταν «δεν μπορεί, δεν άκουσα καλά, δεν είναι δυνατόν». Ομως ήταν. Αυτό είχε συμβεί. Ο άνθρωπος που βρίσκεται αυτή τη στιγμή επικεφαλής της κυβέρνησης στο Λονδίνο προέβη σε ένα πρωτοφανές ατόπημα που, ακόμα χειρότερο, αποτελεί ταυτόχρονα και μία θηριώδη ανοησία.
Είναι κανείς πραγματικά να αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν ένας τέτοιος αξιοθρήνητος πολιτικός να βρίσκεται σε αυτή τη θέση, από την οποία έχουν περάσει πολιτικοί κολοσσοί. Ομως ακόμα και όταν οι ένοικοι του αριθμού 10 της Ντάουνινγκ Στριτ ήταν πιο συνηθισμένοι πολιτικοί, κάτι τέτοιο πώς θα μπορούσε να συμβεί; Ο άνθρωπος λειτούργησε με πολιτική λογική επιπέδου υποσαχάριας Αφρικής, αν μπορεί να το πει κανείς αυτό πια σήμερα και δεν είναι ήδη ξεπερασμένο. Ηταν τόσο εξωπραγματικά τραγική αυτή του η απόφαση, που είναι αμφίβολο αν θα άξιζε και να αντιδράσει κανείς: είναι θλιβερός. Πραγματικά για να τον λυπάσαι.
Η γενική εκτίμηση είναι ότι προσπαθεί να συσπειρώσει τους συντηρητικούς ενόψει την προδιαγεγραμμένης βαριάς εκλογικής του ήττας. Αν πραγματικά φαντάζεται ότι κάτι σαν αυτό θα τον βοηθήσει σε αυτή την κατεύθυνση, καλύτερα θα ήταν να παραιτηθεί μόνος του το συντομότερο, καθώς μάλλον θα βρεθεί μπροστά σε συντριβή ιστορικών διαστάσεων. Είναι επίσης πιθανό να ενοχλήθηκε από την καλή συνάντηση που είχε ο Μητσοτάκης με τον αντίπαλό του, τον ηγέτη των Εργατικών, ο οποίος αναμένεται και να τον συντρίψει στις επερχόμενες εκλογές. Με δεδομένο το πόσο εξωπραγματικό ήταν αυτό που έκανε για πολιτισμένη χώρα, δεν είναι απίθανο να βρίσκεται και εκεί το βαθύτερο κίνητρό του.
Ο Μητσοτάκης πάντως χειρίστηκε καλά την κεραμίδα που του ήρθε από το πουθενά, παρά το γεγονός ότι πιθανώς και εκείνος θα είχε το ίδιο αντανακλαστικό: όταν θα το άκουσε μάλλον θα ρώτησε κάτι του τύπου «τι είπες, γιατί μάλλον παράκουσα». Ομως, πέρα από το κάζο που κυβερνά στο Λονδίνο, υπάρχει κάτι σε αυτή τη γελοιότητα Σούνακ που προδίδει ότι η κυβέρνηση δεν είχε χειριστεί καλά το ίδιο το ζήτημα. Εδώ και πολύ καιρό διαχέεται ένα κλίμα αισιοδοξίας σχετικά με την εξέλιξη του ζητήματος των Γλυπτών. Δεν δίνονται λεπτομέρειες, δεν λέγεται τίποτα επίσημα, όμως είναι ξεκάθαρο ότι ανά τακτά διαστήματα διοχετεύεται μία αίσθηση της μορφής «είμαστε κοντά» ή «πάει να γίνει».
Η αθλιότητα Σούνακ, αν ξεχάσει κανείς προς στιγμή αυτή την ίδια, έχει λοιπόν και μία αποκαλυπτική άλλη διάσταση: καθιστά απολύτως σαφές ότι η υπόθεση των Γλυπτών βρίσκεται ακόμα στο σημείο μηδέν, χωρίς την ελάχιστη πρόοδο να έχει σημειωθεί. Γιατί όσο κι αν ο άνθρωπος αυτός είναι θλιβερός και δεν κάνει όχι για να είναι πρωθυπουργός της Βρετανίας αλλά ούτε για να γυαλίζει σόλες, αν υπήρχε ίχνος προσέγγισης στον ορίζοντα, αυτό που συνέβη δεν θα μπορούσε να συμβεί. Η πράξη του συνιστά μία έμμεση μορφή απόδειξης ότι δεν υπάρχει τίποτα. Και ότι όλο το υποτιθέμενο θετικό κλίμα που κατά καιρούς διαμορφώνεται ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα. Πρόκειται για καθαρή πλάνη.
Πάντως, σε προσωπικό επίπεδο, τον Μητσοτάκη αυτή η υπόθεση λογικά δεν τον βλάπτει: είναι μία μορφή ηρωοποίησης το να αντιμετωπίζεται με τέτοιο άθλιο τρόπο επειδή προσπαθεί να φέρει τα γλυπτά στην Ελλάδα. Ούτε την Ελλάδα βλάπτει. Για το ίδιο το ζήτημα των Γλυπτών, απλώς δείχνει την πραγματικότητα που εμείς τη διαβάζουμε όπως μας αρέσει: οι Βρετανοί, ακόμα τουλάχιστον, δεν κάνουν σοβαρά συζήτηση επί του θέματος. Το «θύμα» αυτής της πρωτοφανούς αθλιότητας είναι ο ίδιος ο θύτης της: ο πολιτικός νάνος που δυστυχώς η Βρετανία ατύχησε να τον έχει για πρωθυπουργό. Ο οποίος, από προχθές, έχει εξευτελιστεί.