Σε ένα από τα τελευταία ραντεβού τους, δεν μπορούσε να κρύψει την άσχημη ψυχολογική της κατάσταση. Μόλις της είχε ζητήσει ο αρραβωνιαστικός της να χωρίσουν. «Έχετε κάνει τη ζωή μου άθλια, αλλά είμαι πολύ αδύναμη για να σας συγχωρήσω» θα του έλεγε συντετριμμένη η νεαρή Γαλλίδα, ονόματι Ντεζιρέ. Ο άνδρας που την εγκατέλειψε, μετά από λίγο θα ανέβαινε τα σκαλιά της εκκλησίας με άλλη γυναίκα την… Ιωσηφίνα ντε Μπωαρναί, ήταν ο Ναπολέοντας Βοναπάρτης.
Ήταν κάπου στα 1795, τη περίοδο που ο άσημος τότε νεαρός ταξίαρχος μέσα επό έναν συνδυασμό επιδέξιων πολιτικών ελιγμών, γάμων συμφερόντων, σκληρότητας και στρατιωτικών επιτευγμάτων έστρωνε το χαλί για το λαμπρό του μέλλον.
Η στρατιωτική εκείνη διάνοια, είχε ένα ταλέντο να προκαλεί πλήγματα, τόσο «συναισθηματικά», όπως με τη Ντεζιρέ, όσο κυρίως στρατιωτικά. Ακόμα και το έτος 1813, μετά τη συντριβή της Μεγάλης Στρατιάς του στη Ρωσία (1812), ο Ναπολέοντας προκαλούσε ρίγη όταν πλησίαζε με τον στρατό του, ακόμα και αν ήταν ολιγάριθμος και του λείπανε οι έμπειροι βετεράνοι των προηγούμενων ετών.
Οι αντίπαλοι του Ναπολέοντα εκείνη τη χρονιά –Αυστρία, Πρωσία, Ρωσία, Ισπανία, Ην.Βασίλειο, Πορτογαλία, Σουηδία, Σαρδηνία και μερικά γερμανικά κρατίδια- είχαν σχηματίσει τον 6ο κατά σειρά Συνασπισμό, καθώς όλοι οι προηγούμενοι κατέληγαν σε ήττες, αφήνοντας χιλιάδες γυναίκες χήρες και ορφανά πίσω στις πατρίδες τους.
Στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες αντίπαλοι του Γάλλου Αυτοκράτορα, είχαν συγκεντρωθεί στο κάστρο Τράχενμπεργκ για να σπάσουν το κεφάλι τους, προκειμένου να βρούν μια λύση να νικήσουν τη γαλλική διάνοια, καθώς απουσίασε ανάμεσά τους εκείνος ο στρατιωτικός εγκέφαλος που μπορούσε να αναμετρηθεί μαζί του.
Η λύση αυτή θα ήταν ο… σύζυγος της κάποτε θλιμμένης Ντεζιρέ τον οποίο παντρεύτηκε το 1798, μετά τη ναπολεόντια «χυλόπιτα» στο Παρίσι πριν πολλά χρόνια. Ήταν ο Ζαν Μπατίστ Μπερναντότ.
Ο Στρατάρχης που έγινε βασιλιάς
Ο Μπερναντότ, μετά το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης είχε επιδείξει ότι διέθετε στρατιωτικό ταλέντο και οργανωτικές ικανότες, καταφέρνοντας να αναρριχηθεί στην ιεραρχία ταχύτερα ακόμα και από τον συνάδελφό του Ναπολέοντα.
Είχε διακριθεί σε μάχες στην Ιταλία και τη Γερμανία αναλαμβάνοντας μάλιστα ένα φεγγάρι και το υπουργείο Πολέμου. Βέβαια, η σχέση του με τον Ναπολέντα, παραδοσιακά ήταν συγκρουσιακή. Παρ’ όλα αυτά ο Ναπολέων του έδωσε τη στραταργική ράβδο -μόνο 18 άτομα είχαν αυτό το προνόμιο επί Ναπολέοντα- κατά την ανακήρυξη της Γαλλικής Αυτοκρατορίας.
Ενδεικτικά, η αδυναμία του Μπερναντότ να προστρέξει σε βοήθεια του γαλλικού στρατού στη μάχη του Αουερστάντ το 1806 -που αντιμετώπιζε τον όγκο του πρωσικού στρατού- είχε εξοργίσει τόσο τον Ναπολέοντα που, αν δεν ήταν η Ντεζιρέ στη μέση, θα τον είχε στείλει στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Η ζωή όμως τα έφερε έτσι που το 1810 ο Μπερναντότ εξελέγη απροσδόκητα… υποψήφιος διάδοχος του Κάρολου ΙΓ΄ της Σουηδίας. Λόγω του γεγονός ότι ο Κάρολος ήταν άτεκνος και δεν υπήρχε διάδοχος, κάποιος σκιώδης πονηρός Σουηδός αυλικός προώθησε την επιλογή του… Μπερναντότ για τον θρόνο. Ο λόγος ήταν ότι ο Στρατάρχης του Ναπολέοντα είχε επιδείξει εξαιρετική συμπεριφορά σε Σουηδούς αιχμαλώτους πολέμου ενώ ήταν και συνδεδεμένος με τη γαλλική αυτοκρατορία, κοινώς είχε καλό βιογραφικό.
Ο Ναπολέοντας τελικά δέχτηκε να αναλάβει τον θρόνο της Σουηδίας ένας δικός του άνθρωπος, ζητώντας του μάλιστα να συμφωνήσει να μην σηκώσει ποτέ όπλα εναντίον της Γαλλίας. Ο Μπερναντότ αρνήθηκε να συνάψει τέτοια συμφωνία, με την αιτιολογία ότι οι υποχρεώσεις του προς τη Σουηδία δεν θα το επέτρεπαν.
Ο Ναπολέων αναφώνησε «Πήγαινε και ας εκπληρωθούν τα πεπρωμένα μας» και υπέγραψε την πράξη της αποδέσμευσης άνευ όρων. Πλέον ο άλλοτε στρατάρχης Μπερναντότ θα ήταν ο πρίγκιπας της Σουηδίας Κάρολος Ιωάννης.
Ακούστε καλά το σχέδιο
Το 1813 η κατάσταση για τους Συμμάχους ήταν για πολλοστή φορά εξαιρετικά δύσκολη, έχοντας χάσει από τον λαβωμένο Γάλλο αυτοκράτορα στις μάχες του Λύτσεν, του Μπάουτσεν και της Δρέσδης.
Τότε εμφανίστηκε ο νέος τους σύμμαχος ο πρώην Γάλλος στρατάρχης και νυν Σουηδός πρίγκιπας και σκύβοντας πάνω από τους χάρτες της κεντρικής Ευρώπης στο κάστρο Τράχενμπεργκ κατέστρωσαν το σχέδιο μετά τις συμβουλές και οδηγίες του Μπερναντότ. Η εμπειρία με τις τακτικές και τις μεθόδους της Μεγάλης Στρατιάς του Ναπολέοντα, καθώς και η προσωπική γνώση για τις στρατηγικές του πρώην προϊσταμένου του, αποδείχθηκαν ανεκτίμητες.
Το σχέδιο ήταν εξαιρετικά απλό και απολύτως λογικό: Απαγόρευε στους στρατηγούς των Συμμάχουν να αναμετρώνται με στρατό που διοικείται από τον Ναπολέοντα. Κατά συνέπεια, οι Σύμμαχοι σχεδίαζαν να εμπλακούν και να νικήσουν χωριστά τους στρατάρχες και τους στρατηγούς του Ναπολέοντα, και έτσι να αποδυναμώσουν τον στρατό του, ενώ θα συγκέντρωναν μια συντριπτική δύναμη, που ακόμα και μια στρατιωτική διάνοια σαν τον Γάλλο Αυτοκράτορα αδυνατούσε να νικήσει.
Οι Συμμαχικοί ηγεμόνες, μετά από τροποποιήσεις, ώστε να ληφθούν υπόψη οι διάφορες πολιτικές εκτιμήσεις που είναι απαραίτητες για να κρατήσουν ευτυχισμένους τους ανόμοιους εταίρους του συνασπισμού, υιοθέτησαν τις προτάσεις του Κάρολου Ιωάννη ως βάση του γενικού σχεδίου εκστρατείας του Συνασπισμού, το οποίο ονομάστηκε σχέδιο Τράχενμπεργκ από τη διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο παλάτι του Τράχενμπεργκ.
Το σχέδιο τελικά λειτούργησε;
Η αποτελεσματικότητα του σχεδίου αποδείχτηκε στην πράξη τόσο το 1813 όσο και το 1814. Πράγματι, από όπου έλειπε ο Ναπολέοντας, οι πιθανότητες να σημειωθεί γαλλική ήττα εκτοξεύονταν απίθανα. Ήταν ένας πόλεμος φθοράς που δεν μπορούσε να διαχειριστεί ο Ναπολέον, αφού δεν μπορούσε να είναι παντού ο ίδιος. Στη γιγαντιαία μάχη της Λειψίας το 1814, οι Σύμμαχοι είχαν καταφέρει τέτοιο σημαντική αριθμητική υπεροχή που κατάφεραν να νικήσουν τον ίδιο τον Ναπολέοντα –κινδυνεύοντας μάλιστα να ηττηθούν την πρώτη ημέρα- και να εκδιώξουν τον Ναπολέοντα από τη Γερμανία.
Το σχέδιο περιείχε στοιχεία μιας σειράς άλλων σχεδίων που αναπτύχθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια από άνδρες όπως οι Ρώσοι στρατηγοί Καρλ Βίλχελμ φον Τολ, Μπάρκλεϋ ντε Τόλι, αλλά και ο πρώην στρατηγός του Ναπολέοντα, Ζαν Βίκτωρ Μορώ, ο οποίος είχε έρθει σε επαφή με τον Μπερναντότ.
Ωστόσο, το τελικό σχέδιο ήταν κυρίως ένα κράμα δύο προηγούμενων εργασιών που είχαν αναπτυχθεί παράλληλα, αυτή του Μπερναντότ και του Αυστριακού αρχηγού του επιτελείου του Έκτου Συνασπισμού, Γιόζεφ Ραντέτσκι. Ο Μπερναντότ είχε δώσει πολλές στρατιωτικές συμβουλές στον Τσάρο Αλέξανδρο Α’ της Ρωσίας κατά τη διάρκεια της ρωσικής εκστρατείας του 1812 για το πώς να νικήσει τη γαλλική εισβολή, και έτσι είδε ότι μεγάλο κομμάτι των στρατηγικών μπορούσαν να αξιοποιηθούν.
Μπόρεσε να βελτιώσει τις στρατηγικές του το 1813 τις εφάρμοσε στο πιθανό θέατρο επιχειρήσεων της Βόρειας Γερμανίας και τις παρουσίασε στον Τσάρο Αλέξανδρο και τον Φρειδερίκο Γουλιέλμο Γ’ της Πρωσίας στη Διάσκεψη του Τράχενμπεργκ τον Ιούνιο.
Μετά από πολλά χρόνια στις 26 Ιανουαρίου 1844, στα 81α γενέθλιά του, ο βασιλιάς Κάρολος Ιωάννης λίγο πριν πεθάνει μετά από εγκεφαλικό που υπέστη θα έλεγε: «Κανείς δεν είχε καριέρα σαν τη δική μου. Θα μπορούσα ίσως να είχα καταφέρει να συμφωνήσω να γίνω σύμμαχος του Ναπολέοντα: αλλά όταν επιτέθηκε στη χώρα που είχε εναποθέσει τη μοίρα της στα χέρια μου, δεν θα μπορούσε παρά να με έβρισκε απέναντί του. Είναι γνωστά τα γεγονότα που συγκλόνισαν την Ευρώπη και της έδωσαν πίσω την ελευθερία. Είναι επίσης γνωστό ποιον ρόλο έπαιξα σε αυτό».
Όσον για την γνώμη του Ναπολέοντα: «Μπορώ μόνο να πω ότι ο Μπερναντότ με απογοήτευσε… Μπορώ να τον κατηγορήσω για αχαριστία, αλλά όχι για προδοσία».
Και αν ρωτούσαμε τη Ντεζιρέ, μάλλον θα απαντούσε με το ρητό του Ναπολέοντα αντιστρέφοντας το «αχαριστία» και «προδοσία».