«ΤΑ ΝΕΑ» συνεχίζουν τον διάλογο για τον νόμο που προωθεί η κυβέρνηση και αφορά τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών.

Όπως έχει αποτυπωθεί έως τώρα, πολιτικοί, νομικοί, καθηγητές πανεπιστημίου, εκπρόσωποι της Εκκλησίας εκφράζουν τη γνώμη τους υπέρ ή κατά της νομιμοποίησης του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών με ποικίλα επιχειρήματα. Αυτό που μένει να προσδιοριστεί είναι πότε ακριβώς θα αποφασίσει η κυβέρνηση να φέρει προς ψήφιση τον σχετικό νόμο.

Διακριτοί οι ρόλοι Εκκλησίας και Πολιτείας

Η εξαγγελία του Πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη ότι θα φέρει προς ψήφιση στη Βουλή νομοσχέδιο με το οποίο θα θεσμοθετείται και στην Ελλάδα ο γάμος ομόφυλων ζευγαριών, εφόσον τελικώς υλοποιηθεί, είναι βέβαιο ότι θα τον φέρει σε σύγκρουση με την Εκκλησία της Ελλάδος.

Δεν θα είναι η πρώτη φορά! Και τούτο διότι, ενώ Εκκλησία και Πολιτεία δεν παύουν να ομνύουν στους διακριτούς ρόλους που έχουν, το πρόβλημα διαχρονικά παρουσιάζεται όταν τεθεί το θέμα πού ακριβώς τίθενται τα όρια αυτά. Εκεί υπάρχει μόνιμη σύγχυση και αμφισβήτηση.

Αναφέρω συνοπτικά, για να θυμηθούμε οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι, ότι μετά τη μεταπολίτευση (1974) και, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου (1981), συντελέστηκαν αδιανόητες, κοσμογονικές, θα έλεγα, για την εποχή εκείνη, μεταβολές, παρά τις αντιδράσεις της διοικούσας Εκκλησίας.

Η καθιέρωση του πολιτικού γάμου, τελικώς ως ισόκυρου με τον θρησκευτικό, και η αποποινικοποίηση της μοιχείας, που αποτελούσαν χρόνια αιτήματα της ελληνικής κοινωνίας, καταλέγονταν στους πρώτους νεωτερισμούς. Ακολούθησε η αναμόρφωση ολόκληρου του οικογενειακού δικαίου, η σαφής διάκριση της ονοματοδοσίας από το μυστήριο του βαπτίσματος και η έκδοση των νέων ταυτοτήτων χωρίς αναγραφή του θρησκεύματος των πολιτών, αναγραφή που παραβίαζε προφανέστατα το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως άλλωστε κρίθηκε και στα δικαστήρια. Και τούτο χάρη στην επιμονή του τότε πρωθυπουργού Κ. Σημίτη, που δεν υποχώρησε στις έντονες πιέσεις της Εκκλησίας, με τα συλλαλητήρια και τη συλλογή εκατομμυρίων υπογραφών.

Η Εκκλησία έχει τη διδασκαλία της, έχει τα δόγματα και τους κανόνες της και αυτά οφείλουν να ακολουθούν οι πιστοί της. Η διαφορά με την πολιτειακή νομοθεσία έγκειται στην καθολικότητα της τελευταίας, που είναι υποχρεωτική για όλο τον πληθυσμό της χώρας, ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων.

Συνεπώς, η Εκκλησία δικαιούται, και μάλιστα οφείλει, να έχει τις αντιρρήσεις της, όταν θεωρεί ότι η Πολιτεία νομοθετεί αντίθετα στη διδασκαλία, τους κανόνες ή την παράδοσή της. Και μπορεί, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να επιβάλλει και ποινές (επιτίμια) σε όσα μέλη της δεν τηρούν τις αποφάσεις της, όπως χαρακτηριστικά έχει πράξει, όλως αδίκως κατά τη γνώμη μου, σε όσους επιλέγουν την αποτέφρωση αντί της ταφής, στερώντας τους την εκκλησιαστική κηδεία, κάτι που δεν συμμερίζεται λ.χ. η ρωμαιοκαθολική εκκλησία.

Αλλά δεν έχει δικαίωμα να αντιταχθεί στην εφαρμογή του Συντάγματος και των νόμων του Κράτους, τους οποίους άλλωστε, κατά τη «διαβεβαίωσή» τους ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας, υπόσχονται να τηρούν οι Μητροπολίτες της.

Επομένως, και στο ζήτημα του γάμου των ομοφύλων το θέμα είναι καθαρά θέμα πολιτικής βούλησης. Η ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου κινδυνεύει περισσότερο από τις αντιδράσεις βουλευτών, και μάλιστα της συμπολίτευσης, που θεωρούν ότι η συγκυρία δεν είναι η κατάλληλη, όπως φάνηκε άλλωστε και από την πρόσφατη συνέντευξη του πρώην πρωθυπουργού Αντ. Σαμαρά σε κυριακάτικη εφημερίδα, παρά από τις αντιδράσεις της Εκκλησίας, οι οποίες άλλωστε θα εκφραστούν επίσημα με συνοδική απόφαση.

Γι’ αυτό, χωρίς να είμαι προφήτης, θεωρώ βέβαιο ότι, εάν το σχέδιο νόμου έρθει όντως προς ψήφιση, δεν πρόκειται να τεθεί θέμα κομματικής πειθαρχίας κατά την ψήφισή του!

Ο Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρ. γεν. γραμματέας Θρησκευμάτων

Τα δύο φύλα και οι «σεξουαλικοί προσανατολισμοί»

Ἡ Ἐκκλησία διαλέγεται μέ τόν κόσμο, τούς ἀνθρώπους, τούς ἐγγύς καί τούς μακράν, μέ τίς ἀνησυχίες τους καί τά προβλήματά τους, μέσα ὅμως ἀπό τή θεολογία της, πού εἶναι τό consensus patrum –δηλαδή ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων, ἡ ὁποία διατυπώθηκε Συνοδικῶς– ἔχοντας, ὅμως, ὑπ᾽ ὄψιν καί τά δεδομένα τῆς σημερινῆς ἐπιστήμης. Ἑπομένως, δέν πρόκειται γιά αὐθαίρετες καί ἀτομικές ἑρμηνεῖες τοῦ καθενός.

Ἕνα ἀπό τά ἐπίκαιρα θέματα πού συζητεῖται ἰδιαίτερα στίς ἡμέρες μας, εἶναι τό θέμα τῆς ὁμοφυλοφιλίας καί ἀναζητᾶται κάθε φορά, ἀπό ὅσους μᾶς ρωτοῦν, νά ἐκφράσουμε τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γι᾽ αὐτό.

Ὅμως τό θέμα αὐτό εἶναι καί ἁπλό καί πολυσύνθετο. Εἶναι ἁπλό, γιατί ὅταν ἀμαφερόμαστε στόν ἄνθρωπο μέ τή δημιουργία του ὑπάρχουν δύο φύλα, ἄρσεν καί θήλυ. Καί εἶναι πολυσύνθετο, γιατί ὑπάρχουν πολλοί καί ποικίλοι «σεξουαλικοί προσανατολισμοί», λόγῳ τῶν παθῶν καί τῆς διαφοροποίησης τῶν κινήσεων τῶν ψυχικῶν καί σωματικῶν ἐνεργειῶν.

Ἀπό πλευρᾶς βιολογίας, ξέρουμε ὅτι στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχουν τά σωματικά κύτταρα καί τά γενετικά κύτταρα. Τά γενετικά κύτταρα μέ τά ὁποῖα μεταφέρεται ἡ βιολογική ζωή ἀπό γενιά σέ γενιά προκύπτουν μέ τή διαδικασία τῆς μείωσης. Στήν ἀμφιγονική ἀναπαραγωγή μέ τή γονιμοποίηση καί τίς μετέπειτα κυτταρικές διαιρέσεις, μέ τή διαδικασία τῆς μίτωσης (πρόφαση, ἀνάφαση, μετάφαση  τελόφαση) δημιουργεῖται ἕνα καινούριο DNA (23 χρωμοσώματα ἀπό τόν πατέρα καί 23 ἀπό τή μητέρα), τό ὁποῖο, μέ τά χρωμοσώματα, τά γονίδια, τίς ὁρμόνες, τούς ἀδένες, τά ὄργανα καθορίζουν τό φύλο, μέ μιά διαδικασία πού προκαλεῖ θαυμασμό.

Ἔτσι, ἄλλο εἶναι ἡ βιολογική διαμόρφωση τοῦ φύλου, πού γίνεται ἀμέσως μέ τή σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου καί ἀναπτύσσεται σύμφωνα μέ τά ὑπάρχοντα χρωμοσώματα, γονίδια, ὁρμόνες καί ἀνάπτυξη τῶν ἀντιστοίχων ὁργάνων (ἐκτός ἀπό μερικές γενετικές ἀλλοιώσεις) ἄλλο εἶναι ἡ ταυτότητα τοῦ φύλου, πού γίνεται περίπου στήν ἡλικία τῶν τριῶν ἐτῶν, καί ἄλλο εἶναι ἡ δυσφορία τοῦ φύλου, πού εἶναι συνέχεια τῶν προηγουμένων.

Αὐτό σημαίνει ὅτι, γιά τήν ταυτότητα καί τή δυσφορία τοῦ φύλου συντελοῦν οἱ ψυχολογικοί ἐνδο-οἰκογενειακοί καί κοινωνικοί παράγοντες, ἀφοῦ ἕνα πολύ μικρό ποσοστό ὀφείλεται σέ γενετικές ἀλλοιώσεις.

Οἱ Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας πού ἔχουν γνώση καί τῆς θεολογίας καί τῶν βιολογικῶν-ψυχολογικῶν καί κοινωνικῶν ἐπιδράσεων στόν ἄνθρωπο, καλοῦνται νά ἀντιμετωπίσουν ποιμαντικά κάθε ἄνθρωπο, μέ τά προβλήματα πού τόν ἀπασχολοῦν. Τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ποιμαντικό, θεραπευτικό καί ὄχι εἰσαγγελικό. Ἀσκοῦν ποιμαντική καί στούς κατηχουμένους καί τούς πιστούς, καί στούς ἀγάμους καί στούς ἐγγάμους, καί στούς ἐνθέους καί στούς ἀθέους, καί στούς ἑτεροφύλους καί στούς ὁμοφύλους.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ποιμαντικό θεραπευτήριο πού θεραπεύει τόν ἄνθρωπο, ὥστε οἱ ψυχικές καί σωματικές δυνάμεις του, νά ἐνεργοῦν θετικά καί ὄχι ἀρνητικά. Ὅπως προαναφέρθηκε κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἔχει ποικίλους «σεξουαλικούς προσανατολισμούς» μέ τήν προαίρεση πού διαθέτει καί τίς ἐπιρροές πού δέχεται ἀπό τό περιβάλλον, ἀλλά ὅλοι πρέπει νά σέβονται τό κοινωνικό σύνολο καί νά μή τό προκαλοῦν μέ τρόπο ἀλαζονικό.

Ὁ καθένας εἶναι ἐλεύθερος στίς ἐπιλογές του, χωρίς νά ἐπιδιώκει νά τό θέτει ὡς πρότυπο στήν κοινωνία, ἀλλά ὁ ἀπαραίτητος κανόνας, ὅπως φαίνεται στή «Διακήρυξη τῶν δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου καί τοῦ Πολίτη (τό 1789, ἄρθρο 4)» πρέπει νά εἶναι: «Ἐλευθερία σημαίνει τό νά μπορεῖ νά πράττει τό κάθε ἄτομο ὁτιδήποτε δέν βλάπτει ἕνα ἄλλο ἄτομο. Ἔτσι, ἡ ἄσκηση τῶν φυσικῶν δικαιωμάτων κάθε ἀνθρώπου θέτει σάν ὅριο τό σημεῖο ἐκεῖνο, ἀπό τό ὁποῖο ἀρχίζει ἡ ἄσκηση τῶν ἰδίων δικαιωμάτων γιά τό ἄλλο ἄτομο. Τό ὅριο αὐτό δέν καθορίζεται παρά μόνον ἀπό τόν νόμο».

Ἀλλά καί ἡ Πολιτεία ὀφείλει νά γνωρίζει ὅτι, ὁ Ἀριστοτέλης στά «Ἠθικά Νικομάχεια», ἀφοῦ καθορίζει ὅτι ἡ ἀρετή εἶναι ἡ μεσότητα μεταξύ ὑπερβολῆς καί ἐλλείψεως, γράφει ὅτι ὁ νομοθέτης ἐνεργεῖ διά τοῦ νόμου ὡς παιδαγωγός.

Αὐτό σηµαίνει ὅτι οἱ νόµοι πού θεσπίζονται δέν πρέπει ἁπλῶς νά ἱκανοποιοῦν τίς αὐθαίρετες ἐπιλογές τοῦ καθενός, ἀλλά νά συντελοῦν παιδαγωγικά στήν ἀνάπτυξη καί ἀναβάθµιση τόσο τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου ὅσο καί τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἐνοεῖται, βεβαια, ὅτι ἡ Πολιτεία πρέπει νά θεσπίζει νόµους µέ σεβασµό καί στήν ἰδιαιτερότητα τῆς παράδοσης τοῦ τόπου µας.

Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεου