Δομικές αλλαγές σε 105 άρθρα του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με στόχο αφενός τον περιορισμό της μικρομεσαίας εγκληματικότητας, με ταυτόχρονη καταπολέμηση της ατιμωρησίας, αλλά και την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας περιλαμβάνονται στον νέο οδικό χάρτη απονομής του ποινικού δικαίου.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης και ο υφυπουργός Γιάννης Μπούγας παρουσίασαν χθες βήμα-βήμα τις συστηματικές, όπως τις χαρακτήρισαν, παρεμβάσεις στο ποινικό σύστημα που τίθενται άμεσα σε δημόσια διαβούλευση ώστε να προωθηθούν προς ψήφιση από τη Βουλή.
Το νέο αυτό πλέγμα των διατάξεων σηματοδοτεί το τέλος του ακαταδίωκτου για τις τράπεζες και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, καθώς προβλέπεται η επαναφορά στο προηγούμενο καθεστώς της αυτεπάγγελτης ποινικής δίωξης, χωρίς να απαιτείται πλέον η υποβολή μήνυσης για την κίνηση της σχετικής ποινικής διαδικασίας. Παράλληλα, σαρωτικές είναι οι αλλαγές που προβλέπονται και για αδικήματα που συνδέονται με την επιδείνωση της κλιματικής κρίσης, καθώς αυστηροποιείται το πλαίσιο ποινής ακόμα και για πλημμελήματα, όπως η πρόκληση δασικής πυρκαγιάς, ενώ το δικαστήριο έχει το δικαίωμα δήμευσης της περιουσίας του καταδικασθέντος, ανάλογα με το μέγεθος της ζημίας που προκλήθηκε εξαιτίας της αξιόποινης συμπεριφοράς του.
Οπως εύστοχα επισήμαναν οι κ.κ. Φλωρίδης και Μπούγας, με τις αλλαγές δεν θα… πατήσουν ένα κουμπί για να αλλάξουν όλα από τη μία ημέρα στην άλλη την εικόνα της δικαιοσύνης, ωστόσο εξέφρασαν τη βεβαιότητά τους ότι οι αλλαγές θα αποδώσουν σε βάθος χρόνου και θα λειτουργήσουν προς όφελος της ελληνικής κοινωνίας.
Το πλέγμα των αλλαγών στον ποινικό χάρτη
Για ποινές άνω των τριών ετών ο δράστης ακόμα και πλημμελημάτων θα οδηγείται στη φυλακή για να εκτίσει μερικά ή ολικά την ποινή του.
Ποινές φυλάκισης άνω του ενός έτους μέχρι δύο ετών θα εκτίονται πρωτίστως με εναλλακτικούς τρόπους, δηλαδή μετατροπή της ποινής σε χρηματική ή με παροχή κοινωφελούς εργασίας.
Τα οικονομικά αδικήματα (απάτη, υπεξαίρεση, τοκογλυφία, απιστία) διώκονται αυτεπάγγελτα σηματοδοτώντας το τέλος της «ασυλίας» για τράπεζες και ΝΠΠΔΔ.
Αυτεπαγγέλτως ο εισαγγελέας μπορεί να επιλαμβάνεται υποθέσεων που αφορούν απάτη με ηλεκτρονικό υπολογιστή, όπως το Phishing, με θύματα πολίτες που βλέπουν να αδειάζουν οι λογαριασμοί τους. Επίσης, δεν απαιτείται υποβολή μήνυσης για υποθέσεις μη καταβολής διατροφής.
Η πρόσκαιρη κάθειρξη για κακουργήματα αυξάνεται από τα 15 στα 20 χρόνια για όλα τα κακουργήματα.
Αυστηροποιείται το πλαίσιο ποινής για πρόκληση δασικής πυρκαγιάς από αμέλεια, με την προβλεπόμενη ποινή να κυμαίνεται από 3 έως 5 χρόνια φυλάκιση. Για το ίδιο αδίκημα προβλέπονται υψηλές χρηματικές ποινές, που μπορεί να φτάνουν 200.000 ευρώ. Οι δράστες θα εκτίουν τις ποινές τους ακόμα και για πλημμελήματα, ενώ προβλέπεται και δήμευση της περιουσίας τους.
Για τα θανατηφόρα τροχαία η κατώτερη ποινή από τρεις μήνες γίνεται τρία χρόνια. Οταν μάλιστα ο οδηγός παραβιάζει κόκκινο σηματοδότη και επιφέρει θάνατο ή βαριά σωματική βλάβη, τότε η πράξη θα τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος.
Αυστηροποιείται το πλαίσιο για την υφ’ όρον απόλυση με το δικαστικό συμβούλιο να εξετάζει επί της ουσίας τα κριτήρια που αφορούν τη βαρύτητα του εγκλήματος, τα ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του καταδικασθέντος καθώς και τη στάση του απέναντι στο έγκλημα που διέπραξε.
Διευρύνεται ο κύκλος των πλημμελημάτων που θα εκδικάζονται από μονομελείς συνθέσεις. Στην αρμοδιότητα των Τριμελών Πλημμελειοδικείων παραμένουν σοβαρά πλημμελήματα όπως παράβαση καθήκοντός και ανθρωποκτονία από αμέλεια, ενώ καταργούνται τα Πενταμελή Εφετεία, που είναι ο πιο πολυπρόσωπος δικαστικός σχηματισμός.
Αλλάζει το πλέγμα της ποινικής διαπραγμάτευσης. Ο κατηγορούμενος εφόσον παραδεχθεί την ενοχή του μπορεί να υπαχθεί σε αυτό το καθεστώς και πριν από την άσκηση ποινικής δίωξης. Και εδώ εξαιρούνται βαριά αδικήματα όπως αυτά που αφορούν βιασμούς, προσβολές γενετήσιας αξιοπρέπειας και ανθρωποκτονίες.
Θεσπίζεται το ακαταδίωκτο για τους επαγγελματίες (δασκάλους, καθηγητές, ψυχολόγους) που καταγγέλλουν στις Αρχές υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, ενώ παρέχεται προστασία σε εργαζόμενους σε νοσηλευτικά ιδρύματα που ασκείται εις βάρος τους βία.