Πόση ώρα χρειάζεται και πόσοι ειδικοί στην εσωτερική διακόσμηση για να μετατραπεί ένα μεσοαστικό σαλόνι με σερβάντα, μπουφέ και πιάνο σε έναν «υπερσύγχρονο» χώρο υποδοχής με μπαράκι και πικάπ; Μόλις τρία λεπτά και είκοσι δευτερόλεπτα. Ενας σκηνοθέτης που συμπυκνώνει με αριστοτεχνικό τρόπο τις ραγδαίες αλλαγές που διαμόρφωσαν το νέο αστικό βίωμα της ελληνικής κοινωνίας της δεκαετία του ’50, όπως ο Αλέκος Σακελλάριος. Και μια δυναμική προσωπικότητα που έχει μοναδικά ερμηνεύσει η Γεωργία Βασιλειάδου, η θεία από το Σικάγο.
Η ταχύτητα και η αμεσότητα με την οποία καταγράφεται στη μεγάλη οθόνη η «εξέλιξη», αλλά και η δημοφιλής πρωταγωνίστρια που κινεί τα νήματα ώστε να επιτευχθούν οι αλλαγές άμεσα είναι και ένας από τους λόγους που «Η θεία από το Σικάγο» αποτέλεσε ένα από τα μη αναμενόμενα εκθέματα της περιοδικής έκθεσης «Αστυγραφία: Η ζωή της πόλης τις δεκαετίες 1950-1970» στην Εθνική Πινακοθήκη σε επιμέλεια της διευθύντριάς της, Συραγώς Τσιάρα.
Και είναι αυτή η λαϊκή κωμική ηθογραφία που λειτουργεί συνάμα και ως ιστορικό ντοκουμέντο, στην οποία εστιάζει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ορέστης Ανδρεαδάκης, για να εντοπίσει βήμα προς βήμα τις αλλαγές που συντελέστηκαν στις τρεις «λοξές;» δεκαετίες του 20ού αιώνα για την Ελλάδα – από το τυπικό τέλος του Εμφυλίου το 1949 έως το 1981 με τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εθνικές εκλογές. Την οποία και αναλύει εμπλέκοντας παράλληλα πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία στο κείμενό του υπό τον τίτλο «Η Γεωργία Βασιλειάδου στην καρδιά των τριών πιο πυκνών (ή ίσως πιο λοξών;) δεκαετιών του 20ού αιώνα», ένα από τα πέντε κείμενα-αναλύσεις που περιέχονται στη συνοδευτική της έκθεσης δίγλωσση έκδοση (ελληνικά – αγγλικά), η οποία μόλις κυκλοφόρησε. Τα υπόλοιπα κείμενα που συνθέτουν τον κατάλογο φέρουν τις υπογραφές της υπουργού Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη, της Συραγώς Τσιάρα, του ομότιμου καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αντώνη Λιάκου και της επιμελήτριας της Εθνικής Πινακοθήκης Ελπινίκης Μεϊντάνη.
Οι αλλαγές, λοιπόν, στο σπίτι της ταινίας που έκανε πρεμιέρα τον Δεκέμβριο του 1957 παρακινούνται και υλοποιούνται από την εξ Αμερικής ορμώμενη και με πολλά χρήματα Καλλιόπη (Γεωργία Βασιλειάδου) υπονοώντας το δόγμα Τρούμαν και το σχέδιο Μάρσαλ, σημειώνει ο συγγραφέας του άρθρου. Κι ύστερα «πρώτος εξαφανίζεται ο ξύλινος σκαλιστός μπουφές, σύμβολο μιας παλιάς εποχής νεοκλασικισμού, που “ήταν σαν μονοκατοικία”, όπως λέει η Καλλιόπη. Η μονοκατοικία όμως πρέπει να δώσει τη θέση της στην πολυκατοικία. Ετσι ο πρώτος γαμπρός που μπαίνει στο σπίτι με το κόλπο της πτώσης του κανατιού είναι πολιτικός μηχανικός – από αυτούς που είχαν αρχίσει να πραγματοποιούν “αντιπαροχές” αλλάζοντας βίαια το αστικό τοπίο. (…). Μετά εξαφανίζεται η σερβάντα που δεν έχει τίποτα το μοντέρνο… Τέλος, θα φύγει το πιάνο. Στη θέση του θα τοποθετηθεί ένα πικάπ, που ανοίγει τον δρόμο στο ροκ εντ ρολ. Το νέο αστικό βίωμα έχει ανάγκη και ένα νέο εισαγόμενο σάουντρακ» επισημαίνει μεταξύ άλλων ο Ορέστης Ανδρεαδάκης.
Οι φωτογραφίες
Μια διαφορετική οπτική στο ζήτημα της έκθεσης με τα 211 έργα που επικεντρώνεται στην αστικοποίηση, την ανοικοδόμηση, τη μετανάστευση, την ανάδυση της αστικής κουλτούρας, του θεάματος και της κατανάλωσης και από τον Ιούνιο που εγκαινιάστηκε έχει υποδεχθεί 18.000 θεατές, δίνει η Ελπινίκη Μεϊντάνη, η οποία εστιάζει στις φωτογραφίες της έκθεσης. Μέσο που για πρώτη φορά στην ιστορία του μουσείου προσεγγίζεται ως αυτόνομο και ισότιμο μέσο έκφρασης με τα υπόλοιπα καλλιτεχνικά είδη που παρουσιάζονται (έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, χαρακτικής, εγκαταστάσεις και αποσπάσματα ταινιών).
Τι βλέπει λοιπόν στα 28 καρέ που αναφέρονται στην περίοδο 1950-1965, στην κρίσιμη δηλαδή δεκαπενταετία της ανασυγκρότησης της Ελλάδας; Γειτονιές, δημόσιοι χώροι και άνθρωποι εν ώρα εργασίας, στιγμιότυπα από τις λαϊκές και προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά μέσα από τον φακό του Στέλιου Κασιμάτη (1956-60) «αναδεικνύουν σαφέστατα τις συνθήκες στέγασης και διαβίωσης στις φτωχογειτονιές. Οικογένειες, γείτονες και μαθητές σχολείου, λαϊκά ανθρωποδίκτυα της εποχής καταγράφονται στους οικείους χώρους τους, συστήνοντας τεκμήρια ενός δυσμενούς αστικούς βιώματος στην περιφέρεια του εκσυγχρονισμένου κέντρου της Αθήνας».
Η νυχτερινή διασκέδαση, τα μπάνια στις παραλίες της Αττικής και οι επισκέψεις στους αρχαιολογικούς χώρους γοητεύουν τον φακό του Δημήτρη Χαρισιάδη, πλάι στις φωτογραφίες της Μαρίας Χρουσάκη, αλλά και άγνωστων φωτογράφων. Ενώ ιδιαίτερη μνεία γίνεται σχετικά με το πώς καταγράφεται ο ρυθμός της ζωής στην Αθήνα τη δεκαετία του 1960, η αστυφιλία και οι αντίξοες συνθήκες επιβίωσης στην πόλη τη δεκαετία του 1970 μέσα από τις έκκεντρες κινηματογραφικές αφηγήσεις που φιλοξενούνται στην έκθεση (μεταξύ των οποίων ταινίες των Ροβήρου Μανθούλη, Θόδωρου Αγγελόπουλου, Τώνιας Μαρκετάκη και Παύλου Τάσιου), μαζί με έργα του «δημοφιλούς κινηματογράφου» και του «κριτικού ρεαλισμού».