Ετεροπροσδιορισμοί

Για να πω την αλήθεια, κατά βάθος (πολύ βάθος όμως) τρέφω μια συμπόνια γι’ αυτούς του ανθρώπους. Εννοώ αυτούς που προσπαθούν απεγνωσμένα και με κάθε τρόπο να διαλαλήσουν στις ιντερνετικές λεωφόρους ότι απέχουν από κάθε τι μαζικό, από οτιδήποτε εκφράζεται ως κοινή συνισταμένη του θυμικού, της διάθεσης, της συμπεριφοράς του κόσμου. Πριν από λίγες μέρες, για παράδειγμα, ήταν very χολοσκασμένοι με την Black Friday και, προφανώς, όχι για τις κομπίνες που μπορεί να υπήρξαν στις εκπτωτικές τιμές. Είναι η λαχτάρα των ανθρώπων που ενοχλεί. Αυτή η «μικροαστική» χαρά να αποκτήσουν το απαραίτητο ή το περιττό σε καλύτερη τιμή.

Εξάλλου αυτοί οι άνθρωποι έχουν ένα προβληματάκι με κάθε είδους έθιμο. Από τα καταναλωτικά έως τα εορταστικά ή τα κοινωνικά.

Από προχθές, γκρινιάζουν για το θέμα της επιστροφής των Γλυπτών. Οχι ακριβώς γκρίνια, ένα «στρίμωγμα διάθεσης» να το πω. Και γιατί να τα πάρουμε πίσω και μια χαρά είναι εκεί και αμάν πια με τις εθνικές εμμονές και ήταν περισσότερες οι καταστροφές που έκαναν οι Χριστιανοί στην Ακρόπολη από όσες ο Μοροζίνι και ο Ελγιν και αν δεν ήμουν εδώ θα ήμουν κάπου πολύ καλύτερα. Αυτό το τελευταίο είναι που έχει σημασία. Διότι το θέμα δεν είναι μια γνώμη – που καλώς την έχει όποιος την έχει και δικαίωμά του να την υποστηρίξει – αλλά ο μέγας γκαϊλές να την καταθέσουν δημόσια. Ειδικά μάλιστα σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή που η πλειονότητα της κοινής γνώμης συσπειρώνεται στον αντίθετο πόλο.

Πρόκειται για έναν «πειραγμένο» – για να μην πω κακοποιημένο – ελιτισμό που προσπαθεί να αντλήσει αντικειμενική αξία από τη διαφοροποίηση, απ’ ό,τι απέχει από τον κοινό λόγο. Που βρίσκει άσχημο ό,τι αρέσει στους πολλούς και αδιάφορο έως ενοχλητικό ό,τι συγκινεί ακόμη περισσότερους. Σε μία γκάμα που μπορεί να αρχίσει από την επιστροφή των Γλυπτών, να προχωρήσει σε ό,τι έχει σχέση με την παράδοση, να συνεχίσει με συγγραφείς και εκδόσεις και να καταλήξει στον Μαραθώνιο της Αθήνας, ακόμη και σε ετικέτες ρούχων ή σε σίριαλ – εννοείται όχι ελληνικά διότι δεν είμαστε εμείς ό,τι κι ό,τι για να βλέπουμε ελληνικά σίριαλ. Α πα πα.

Ε, γι’ αυτό ακριβώς τους συμπονώ. Στον ανελέητο προβολέα του Διαδικτύου είναι παραπάνω από προφανές ότι αυτό γίνεται για να μπαζώσουν κενά. Γνώσεων, κουλτούρας, αυτοπεποίθησης και ταυτότητας. Διότι όταν δεν ξέρεις τι είσαι, προσπαθείς να δείξεις τι δεν είσαι. Και με όσο μεγαλύτερη προσπάθεια το κάνεις – στο Διαδίκτυο ή στην πραγματική ζωή – τόσο περισσότερο αφήνεις ακάλυπτα τα οπίσθιά σου. Ετεροπροσδιορισμός λέγεται. Και προκαλεί θλίψη σε αυτόν που τον εισπράττει και τεράστιο άγχος σε αυτόν που τον περιφέρει.

Αχ Μελίνα

Κάπου πήρε το μάτι μου και μία περιφερόμενη άποψη ότι ήταν λάθος, λένε, ο επιθετικός τρόπος με τον οποίον διεκδίκησε τα Γλυπτά η Μελίνα Μερκούρη. Πιστεύω – διότι προσπαθώ να είμαι και καλός άνθρωπος – ότι αυτό το λένε επειδή μπερδεύουν την επιθετικότητα με την αποφασιστικότητα. Και η Μελίνα ήταν τόσο σίγουρη για το δίκιο του ελληνικού αιτήματος που δεν μπορούσε – και εξ ιδιοσυγκρασίας – παρά να είναι κάθετη και αποφασιστική. Και, όπως πάντα, καθηλωτική.

Ηταν λίγους μήνες μετά από την επίσημη κατάθεση του αιτήματος για την επιστροφή των Γλυπτών, όταν βρέθηκε στον Καναδά, στο πλαίσιο του «Ελληνικού μήνα» που διοργάνωνε το καναδικό υπουργείο Πολιτισμού με αφιερώματα στο ελληνικό σινεμά, το θέατρο, τη λογοτεχνία ακόμη και την κουζίνα.

Στην αρχική, μεγάλη συνέντευξη Τύπου, σε ένα κατάμεστο αμφιθέατρο, η Μελίνα καθόταν στο πάνελ μαζί με έλληνες εκπροσώπους και καλλιτέχνες. Κάποια στιγμή, ένας νεαρός δημοσιογράφος σηκώθηκε από τις πρώτες θέσεις και της είπε ότι, αφού ήταν πλέον γνωστό το αίτημα της Ελλάδας, μήπως βρισκόταν εκεί με πρόφαση τον «Ελληνικό μήνα» αλλά με πρόθεση να πείσει την καναδική κυβέρνηση να την υποστηρίξει στη διεκδίκηση των Γλυπτών. Η Μελίνα έκανε πάνω από ενάμιση λεπτό να του απαντήσει. Αναδιπλωνόταν στην καρέκλα της, σταύρωνε και ξεσταύρωνε τα πόδια της και κοιτούσε έντονα τον νεαρό – εν τω μεταξύ οι υπόλοιποι είχαν παγώσει. Και στο τέλος του είπε: «Γιατί; Εσύ δεν θα με υποστηρίξεις;».