Αυτό που καθιστά μεταρρύθμιση μία οιαδήποτε αλλαγή στο σύστημα είναι ο δομικός χαρακτήρας της. Ετσι το καταλαβαίνω εγώ και εξηγούμαι πάραυτα. Μια μετατροπή στη λειτουργία ενός συστήματος, εδώ ή εκεί, προκειμένου να έχει επίδραση σε ολόκληρο το σύστημα και να αλλάξει τη λειτουργία του προς το καλύτερο, δηλαδή να το μεταρρυθμίσει, πρέπει να κουμπώνει ή, αν θέλετε, να επικοινωνεί με αυτό που υπάρχει παραπάνω και με το άλλο που υπάρχει παρακάτω στον μηχανισμό του συστήματος.
Ειδάλλως, δεν μιλάμε για μεταρρύθμιση, αλλά για μια αποσπασματική παρέμβαση (εμβαλωματική, έλεγαν παλιά), της οποίας η επίδραση εξαντλείται στην επιφάνεια του συστήματος και δεν αγγίζει τη δομή του. Τέτοιες αλλαγές, όσο γενναίες και αν είναι, δεν πετυχαίνουν τίποτε. Ενίοτε μάλιστα συμβαίνει να περιπλέκουν μακροπρόθεσμα ακόμη περισσότερο αυτό που υποτίθεται ότι πάνε να εκλογικεύσουν και να απλουστεύσουν.
Πολύ φοβάμαι ότι τέτοια είναι η περίπτωση του νομοσχεδίου που έφερε μόλις το υπουργείο Δικαιοσύνης. Να δηλώσω, κατ’ αρχάς, την εκτίμησή μου για το πρόσωπο του υπουργού και για τις προθέσεις του. Ο Γιώργος Φλωρίδης είναι ένας μαζοχιστής του πολιτικού κόστους (το εννοώ ως ύψιστο έπαινο…) και αν βρίσκεται σήμερα στην πολιτική είναι από τον καημό μήπως και καταφέρει να αλλάξει κάτι από όλα αυτά τα εξοργιστικά και τα παράλογα του ελληνικού κράτους.
Δεν λέω ότι είναι άγιος ούτε άμωμος, δεν αμφιβάλλω όμως ότι έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Αλλωστε, οι αλλαγές που φέρνει είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, τόσο για την αυστηροποίηση των ποινών ορισμένων ειδεχθών εγκλημάτων όσο και για την υποχρεωτική έκτιση μέρους της ποινής, εφόσον αυτή υπερβαίνει τα τρία χρόνια. Ολα αυτά είναι θαυμάσια, έπρεπε να γίνουν, επιτέλους γίνονται!
Η απορία μου όμως είναι πώς κουμπώνουν όλα αυτά με το υπόλοιπο σύστημα. Ας υποθέσουμε ότι εφαρμόζονται οι νέες προβλέψεις στην εντέλεια και όλα πηγαίνουν ρολόι. Πού θα στεγαστούν όλοι αυτοί που θα πρέπει να εκτίσουν μέρος, έστω, της ποινής τους; Στις φυλακές σήμερα επικρατεί ένας συνωστισμός, που υπονομεύει κάθε έννοια σωφρονισμού, ακόμη και ελέγχου των κρατουμένων. Θα προσθέσουμε και άλλους στο ήδη βεβαρημένο σύστημα; Αν είναι έτσι, μην πέσουμε, παρακαλώ πολύ, από τα σύννεφα όταν θα ξεσπάσουν εξεγέρσεις λατινοαμερικανικού τύπου στις φυλακές. Είναι λοιπόν αναπόφευκτο ότι, εφόσον το κράτος δεν επενδύει συγχρόνως στον εκσυγχρονισμό και στην επέκταση του σωφρονιστικού συστήματος, οι αντιδράσεις στη συγκεκριμένη «μεταρρύθμιση» θα εκδηλωθούν μέσα από το ίδιο το σύστημα.
Με τους όρους αυτούς, λοιπόν, πραγματική μεταρρύθμιση δεν το λες. Μάλλον με επιβάρυνση μοιάζει, σε ένα ήδη δυσλειτουργικό και αναποτελεσματικό σύστημα. Εκτός, βέβαια, αν παρουσιαστεί και ένα πρόγραμμα επενδύσεων για τη δημιουργία νέων φυλακών. Αντιλαμβάνομαι ότι το θέμα είναι αντιδημοφιλές, ότι αντίκειται σε μια στρεβλή αντίληψη περί δημοκρατικού ήθους και πολιτικής ορθότητας. Είναι δύσκολο, γι’ αυτό και όσοι πολιτικοί δεν θέλουν να προκαλούν την κοινή γνώμη προτιμούν να το αποφεύγουν. Αν όμως θέλουμε να αντιμετωπίσουμε κάποτε σοβαρά το θέμα της ατιμωρησίας, πρέπει να ξεκινήσουμε από τις φυλακές. Διαφορετικά, ας μη μιλάμε τουλάχιστον για μεταρρυθμίσεις. Ωραία τα στολίδια, οι μπάλες, τα φωτάκια και τα συναφή, αλλά χρειαζόμαστε και ένα δέντρο για να τα κρεμάσουμε – για να γίνω και λίγο χριστουγεννιάτικος.
50 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
Μόλις κυκλοφόρησε από το Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων η πρώτη ιστορική μονογραφία για το Κίνημα του Ναυτικού. Την επιστημονική επιμέλεια του συλλογικού τόμου, που φέρει τον τίτλο «1973: Το Κίνημα του Ναυτικού 50 χρόνια μετά», είχαν οι ιστορικοί Αντώνης Κλάψης, Λυκούργος Κουρκουβέλας και Χρήστος Χρηστίδης.
Πρόκειται για ένα έργο σοβαρής ιστοριογραφίας, προσιτό ωστόσο στο ευρύτερο κοινό και χρήσιμο, καθώς τοποθετεί το συγκεκριμένο επεισόδιο του αντιδικτατορικού αγώνα, που ερευνά, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της εποχής. Οι πτυχές αυτές της εποχής (το ιστορικό πλαίσιο) παρουσιάζονται στα επιμέρους κεφάλαια, ξεκινώντας από τον διεθνοποιημένο ρόλο του Πολεμικού Ναυτικού στη μεταπολεμική εποχή και φθάνοντας μέχρι την αναγωγή του κινήματος σε σύμβολο της δημοκρατίας. Αξίζουν συγχαρητήρια στο Ιδρυμα για την εκδοτική πρωτοβουλία του, καθώς μάλιστα έρχεται κατά κάποιο τρόπο να καλύψει την ολιγωρία του κράτους, που άφησε το αντιτορπιλικό «Βέλος» στην τύχη του, ως διακοσμητικό στο παραλιακό μέτωπο της Θεσσαλονίκης, με τα γνωστά αποτελέσματα. Τουλάχιστον το βιβλίο αυτό προσφέρει στην ιστορική μνήμη. Το σύμβολο άσ’ το να παραδέρνει στους ανέμους και να κοπανιέται στην προκυμαία…