Μέσα σε μια εβδομάδα δύο πρώην πρωθυπουργοί τοποθετήθηκαν για τα ελληνοτουρκικά. Ο ένας για να βροντοφωνάξει πως «δεν έχει νόημα να παριστάνουμε ότι συζητάμε με την Τουρκία». Ο άλλος προκειμένου να επισημάνει ότι «οποιαδήποτε καθυστέρηση στην επίλυση των ελληνοτουρκικών δεν ευνοεί τα ελληνικά συμφέροντα» – αφού, οι κίνδυνοι αυξάνονται συνήθως όταν η επικοινωνία Αθήνας και Αγκυρας είναι ελλιπής ή σχεδόν ανύπαρκτη.
Οι θέσεις τους δεν είχαν στοιχεία έκπληξης. Ο μεν θέλησε να εκφράσει τον πατριωτισμό περασμένων εποχών, των εποχών που κυριαρχούσαν τα εθνικιστικά στερεότυπα με τα οποία κι ο ίδιος γαλουχήθηκε πολιτικά. Ο δε επέμεινε στον ρεαλισμό ο οποίος χαρακτήρισε σχεδόν κάθε εκσυγχρονιστική προσπάθεια της διακυβέρνησής του, τασσόμενος κατά της μαξιμαλιστικής προσέγγισης του «εθνικού δίκιου».
Με όσα είπαν, λοιπόν, Αντώνης Σαμαράς και Κώστας Σημίτης επανέφεραν στο προσκήνιο ένα ερώτημα που προκύπτει κάθε φορά που μιλάει – ή σιωπά – ο επικεφαλής μιας προηγούμενης κυβέρνησης: τι είδους πρώην πρωθυπουργούς θέλουμε; Το σίγουρο είναι ότι έχουμε δύο που έχουν εγκαταλείψει την ενεργό πολιτική.