Χρωστώ τη γνωριμία και τη φιλία μου με τον Βασίλη Βασιλικό στον συγγραφέα και δικηγόρο Βασίλη Κουνέλλη. Μικρή σημασία έχει μπροστά στο απέραντο έργο του ΒΒ και τη μεγάλη του πορεία θα πει κανείς, μα πάντα από κοντά έχει σημασία πώς παρατηρείς ορισμένες λεπτομέρειες και κινήσεις των ανθρώπων που συνομίλησαν με την Ιστορία.
Εμφυτα ευγενής, αυτοϋπονομευτικός, χιουμορίστας, ρηξιακός, έπαιζε με τις λέξεις μα και μελαγχολικός ο ΒΒ έμοιαζε να προσέρχεται στην τρέχουσα εποχή με τα εργαλεία και την πείρα από το μακρύ του ταξίδι έξω, από τα σπίτια που μπήκε, από τους ανθρώπους που είδε και συνδέθηκε.
Εκκινώντας πάντα από ορισμένες του αφετηρίες όπως η μνήμη ενός δημοκράτη πατέρα («βενιζελικού βασιλικού» όπως έλεγε σκωπτικά), από τον Ζιντ ή τον Δεσποτίδη (που τον παρακίνησε να γράψει για τη δολοφονία Λαμπράκη).
Ο ΒΒ γρήγορα και πολύ νέος ήδη έφτιαξε τον δικό του τρόπο στο γράψιμο. Κι αν όλοι τώρα που έφυγε από τη ζωή στέκονται μόνον στην Τριλογία του Φύλλου, ή στο Ζ, και λογικά, το μνημείο του είναι ο Γλαύκος Θρασάκης, ένα πρωτοποριακό πείραμα γραφής και αντιμετάθεσης ταυτοτήτων.
Νομίζω πως αυτό αγάπαγε πιο πολύ από τα 120 (;) βιβλία του. Ξέρω πως είναι σε εκκρεμότητα ο όγκος των ημερολογίων του, αλλά έχει και γραπτά ανέκδοτα. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια δύο εξαίρετοι διανοούμενοι φροντίζουν και επαναμελετούν το έργο του, ο Θανάσης Αγάθος και ο Αριστοτέλης Σαΐνης.
Δεν πρόλαβε να πει και να γράψει περισσότερα και ο αγαπημένος του Κώστας Καλφόπουλος που επίσης έφυγε, όμως πρόλαβε ο ΒΒ να χαρεί ένα συνέδριο για εκείνον που οργάνωσε ο Κέδρος και τέσσερα πανεπιστημιακά τμήματα – το Τμήμα Φιλολογίας ΕΚΠΑ, το Παιδαγωγικό Tμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης ΕΚΠΑ, το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής ΠΔΜ-ΑΠΘ, το Tμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας – στο Μαράσλειο και που ανοίχτηκαν οι θεματικές των βιβλίων του, ή του κόσμου του αν θέλετε.
Καθόταν εμφανώς χαρούμενος στην πρώτη σειρά με την αγαπημένη του και σπουδαία λυρική ερμηνεύτρια Βάσω και μειδιούσε φορώντας το αθάνατο καπέλο του.
Γραφιάς τολμηρός καταπιάστηκε με τα πάντα, από τον Καζαντζίδη, τον Κοσκωτά, τα καμάκια, τον Παναγούλη, μέχρι τους ρεμπέτες ή τις πιο εσωτερικές αγωνίες ενός κατά βάσιν μοναχικού συγγραφέα. Ο ΒΒ ήταν όμως και δημόσιος διανοούμενος. Προήδρευσε της ΕΡΤ επί Ανδρέα Παπανδρέου, ήταν στην Ουνέσκο, έγινε βουλευτής Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ.
Επαιρνε θέση για τα πράγματα, ριζοσπάστης. Με μεγάλη αγωνία εσχάτως για τις διεργασίες της Αριστεράς, τελευταία φορά τα μοιραστήκαμε τον Αύγουστο στο αγαπημένο του ταβερνάκι στο Παλαιό Φάληρο.
Με μεγάλη αγωνία για τη Δημοκρατία. Εμεινε για το Ζ και έμεινε και η εικόνα του να αποχαιρετούν τον Μίκη μαζί με τον Κώστα Γαβρά.
Ολη η μεταπολεμική Ελλάδα, εικονογραφήθηκε εδώ. Ετρωγε λιτά, έμεινε έξω χρόνια (για τη Ρώμη δεν ήθελε να μιλάει πολύ, εδώ έχασε την κάποτε δική του Μιμή), μεταφράστηκε και συνδέθηκε με πρόσωπα που σήμερα φαντάζουν θρύλοι.
Εκείνος όμως πάντα είχε τον τρόπο να βλέπει ή να αναγνωρίζει τις πιο ανθρώπινες όψεις ή και τις πιο κωμικές.
Μιλάμε για τον άνθρωπο που όταν η Οριάνα Φαλάτσι έφερε τον Αλέκο Παναγούλη στη Ρώμη, ήταν ο πρώτος που ενημέρωσε και ειδοποίησε (μαζί με τον Παζολίνι). Μιλάμε για τον άνθρωπο που αν διαβάσεις την αυτοβιογραφία του «Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα» (ανανεωμένη έκδοση από τον Κέδρο, η πρώτη από τον Λιβάνη) αντιλαμβάνεσαι πόσο ήταν μέρος της νεότερης Ιστορίας των ιδεών. Για τον ΒΒ που έγραφε με ευκολία για τα μικρά και ταπεινά, μέχρι τα μεγάλα.
Και που όπως όλοι οι σοβαροί άνθρωποι δεν το έκανε και πολύ θέμα.