Η «Φόνισσα» (Ελλάδα, 2023) της Εύας Νάθενα είναι ένα από τα πιο ολοκληρωμένα ελληνικά φιλμ των τελευταίων χρόνων και ένας από τους λόγους είναι η θαυμάσια διαχείριση του πρωτότυπου κειμένου στο οποίο το σενάριο της Κατερίνας Μπέη στηρίχθηκε: το ομότιτλο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη μάς ταξιδεύει στην ψυχή μιας ταλαιπωρημένης αλλά ατσαλένιας γυναίκας, της Χαδούλας (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη), μάνας αρκετών θυγατέρων και γιαγιάς, η οποία αναλογιζόμενη την ταλαιπωρία που η ζωή επιφυλάσσει στα γένους θηλυκού βρέφη του χωριού της αποφασίζει να τα σκοτώσει, πιστεύοντας ότι έτσι τα γλιτώνει από αυτά που η ίδια έχει περάσει.
Οι αναλύσεις περιττεύουν για το πυκνό και ουσιαστικό κείμενο του Παπαδιαμάντη, όμως πρέπει να ειπωθεί ότι η ταινία «πάτησε» με ιερή ευλάβεια πάνω του. Οπότε το πρώτο μπράβο, εκ των πραγμάτων, πηγαίνει στον μινιμαλισμό των διαλόγων της Μπέη. Ολα τα υπόλοιπα, η διεύθυνση φωτογραφίας του Παναγιώτη Βασιλάκη, η μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου, η απίστευτη επιλογή των προσώπων (ενδεικτικά οι Μαρία Πρωτόπαπα – μάνα της Χαδούλας, οι Νίκη Παπανδρέου, Ελενα Τοπαλίδου, Πηνελόπη Τσιλίκα – κόρες της Χαδούλας και η Γεωργιάννα Νταλάρα – η Χαδούλα μικρή), κατά κάποιο τρόπο ακολουθούν σαν φυσική εξέλιξη το καλό σενάριο και «δένουν» αρμονικά μεταξύ τους. Επειδή μπορούσαν να δέσουν αρμονικά.
Και λέω «μπορούσαν» διότι διόλου τυχαία η ταινία είχε τη στήριξη της ίδιας εταιρείας πρόσφατων, ανάλογου κόστους ακριβών κινηματογραφικών παραγωγών, όπως η «Ευτυχία» του Αγγελου Φραντζή και η «Σμύρνη μου αγαπημένη» του Γρηγόρη Καραντινάκη.
Η διαφορά εδώ είναι ότι ενώ τόσο ο Καραντινάκης όσο και ο Φραντζής είχαν ήδη αρκετά χρόνια κινηματογραφικής εμπειρίας όταν γύρισαν αυτές τις ταινίες – πρώτα ως βοηθοί κορυφαίων σκηνοθετών και αργότερα ως δημιουργοί οι ίδιοι –, η Εύα Νάθενα δεν είχε καμία. Το μόνο που είχε ήταν το ένστικτό της και, ως σκηνογράφος – ενδυματολόγος στο θέατρο, κάποιες καλές επαφές με ανθρώπους αυτής της δουλειάς. Αυτό ίσως να τη βοήθησε αρκετά στα νέα της καθήκοντα διότι για σκηνοθετικό ντεμπούτο στη μεγάλου μήκους μυθοπλασία η «Φόνισσα» είναι ασυζητητί υπόδειγμα.
Το επίμαχο ζήτημα της πατριαρχίας που έχει τραυματίσει (και ίσως ακόμα να τραυματίζει σημεία της Ελλάδας) είναι «μπροστάρης» στο έργο του Παπαδιαμάντη. Να όμως που με έναν πολύ έξυπνο και καθόλου επιτηδευμένο τρόπο η ταινία της Νάθενα μοιάζει να ξεπερνά την εποχή της ιστορίας (τη μετάβαση από τον 19ο προς τον 20ό αιώνα) και να αγγίζει με τόλμη τις μέρες μας. Θα έλεγες ότι το φιλμ κινείται σε έναν «μη χρόνο», χωρίς όμως αυτό να είναι το αποτέλεσμα κάποιου σκηνοθετικού «παιχνιδιού» που πολύ πιθανό να έβαζε τρικλοποδιά στο όλο εγχείρημα. Οχι. Καθετί εδώ δείχνει περασμένων εποχών, αλλά όλα αφουγκράζονται το σήμερα.
Δεν είναι λίγες οι φορές που έχω ακούσει αποκαρδιωτικά λόγια για το ελληνικό σινεμά και δεν είναι λίγες οι φορές που έχω συμφωνήσει. Ομως η απάντηση σε όλους όσοι αμφισβητούν (και δικαιολογημένα ίσως) την εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή είναι πραγματικά η «Φόνισσα». Τρεις – τέσσερις ταινίες αν γυρίζονταν όπως αυτή ετησίως, τότε πολύς κόσμος θα έβρισκε ξανά τη χαμένη του εμπιστοσύνη προς τον ελληνικό κινηματογράφο.
Ευχάριστη μελαγχολία
Οπως σε όλες τις ταινίες του, έτσι και στα «Πεσμένα φύλλα» (Kuolleet lehdet, Φινλανδία / Γερμανία, 2023), ο Φινλανδός Ακι Καουρισμάκι δεν θα χρειαστεί πολύ χρόνο για να σε βάλει στο κλίμα της ιστορίας. Με δυο – τρία σύντομα πλάνα και χωρίς διαλόγους, ο θεατής θα βρεθεί αμέσως στον κόσμο της Ανσα και του Χολάπα (Αλμα Πόιστι, Γιούσι Βατάνεν), δύο μοναχικών ψυχών σε ένα παγωμένο, φαινομενικά αφιλόξενο Ελσίνκι, όπου η μεν δουλεύει σε σουπερμάρκετ, ο δε είναι μηχανικός. Η ζωή τους μονότονη, λόγια πολλά δεν λένε και κατά κάποιο τρόπο δείχνουν και οι δύο παραιτημένοι από αυτήν.
Ομως ο Καουρισμάκι ήταν πάντα ένας σημαιοφόρος της ελπίδας και ξέρει πώς να βρει τον τρόπο να την προσφέρει. Και πάλι χωρίς πολλά πολλά· όμως με χιούμορ, με λίγο (ή πολύ) ποτό, με τραγούδια, με σινεμά, με άλλα λόγια όλα όσα ο ίδιος αγαπάει. Ο τρόπος με τον οποίο χτίζεται η σχέση αυτών των δύο ρομαντικών αλλά «κουμπωμένων» ανθρώπων είναι τόσο λυρικός που πολύ απλά σε σκλαβώνει. Καθετί που βλέπουμε στην ποιητική αυτή ταινία σχετίζεται με τα πιο απλά και συγχρόνως τα πιο έντονα συναισθήματα: μια συνάντηση για έναν καφέ, μια συζήτηση για κάποια ταινία που είδαμε στο σινεμά, μια βόλτα στο πάρκο, ένα δειλό φιλί στο μάγουλο.
Τα «Πεσμένα φύλλα» είναι ο ορισμός της ευχάριστης μελαγχολίας, αυτής που ίσως μόνο στο σινεμά μπορούμε να ζήσουμε. Ταυτόχρονα όμως ο Καουρισμάκι με έναν ευφυή (και καθόλου κραυγαλέο) τρόπο καταθέτει την άποψή του για τον σύγχρονο κόσμο μας. Με λεπτές γραμμές που αφήνουν βαθιές χαρακιές μέσα μας μιλά για την εργασιακή ανασφάλεια (και οι δύο ήρωες χάνουν κάποια στιγμή τη δουλειά τους), για την αποξένωση της πλειοψηφίας του κόσμου και το κλείσιμο στον εαυτό του, για τον πόλεμο (ακούμε ειδήσεις από ραδιόφωνο για τον πόλεμο στην Ουκρανία), όπως και για την κρίση στο ίδιο το μέσον που ο Καουρισμάκι υπηρετεί, τον κινηματογράφο. Βγαίνοντας από την αίθουσα, νιώθεις δύο πράγματα. Πρώτον, τη χαρά που σου πρόσφερε αυτή η μικρή αλλά συγχρόνως τόσο «γεμάτη» ταινία, και δεύτερον, την ανάγκη κάποια στιγμή να την ξαναδείς.
Πατέρας εκδικητής
Δεν έχεις και πολλά να κερδίσεις βλέποντας στο σινεμά τη «Σιωπηλή οργή» (Silent night, ΗΠΑ, 2023) του Τζον Γου, μία ακόμη ταινία εκδίκησης, μία ακόμα (μέσα στις δεκάδες πια) παραλλαγή του θρυλικού «Εκδικητή της νύχτας» (Death wish) με τον Τσαρλς Μπρόνσον. Σ’ εκείνη τουλάχιστον είχες τον Μπρόνσον, μορφή όπως και να το κάνουμε, εδώ έχεις τον «λίγο» Τζόελ Κίναμαν, ο οποίος υποδύεται τον πατέρα που θα μετατραπεί σε μηχανή θανάτου προκειμένου να πάρει πίσω το αίμα του σκοτωμένου από εγκληματίες συμμοριών ανήλικου γιου του. Η μισή ταινία είναι η σχολαστική, α λα «Ρόκι» προετοιμασία του πατέρα για να γίνει Τζον Γουίκ, η άλλη μισή είναι οι πράξεις του που μπροστά τους αυτά που κάνει ο Τζον Γουίκ είναι νηπιαγωγείο.
Ενα εύρημα έχει η ταινία, και αυτό δεν το εκμεταλλεύεται όπως θα έπρεπε: ο ήρωας του Κίναμαν έχει χάσει τη φωνή του, άρα τα όσα βλέπουμε δεν στηρίζονται από διαλόγους. Αυτό αρχικά ακούγεται καλό, μόνο που σύντομα στη θέση των διαλόγων μπαίνουν οι πυροβολισμοί και οι εκρήξεις στη διαπασών. Και αυτό, από κάποια στιγμή και μετά, δεν καταντά απλώς κουραστικό αλλά ανόητο. Κρίμα για τον Γου, δεξιοτέχνη «χορογράφο» σκηνών μάχης, ο οποίος έχει πει τα ίδια αλλά πολύ καλύτερα, τόσο στην πατρίδα του, το Χονγκ Κονγκ, όσο και στην Αμερική, όπου κορυφώθηκε με τα «Αδίστακτα πρόσωπα».
Θρίλερ – αχταρμάς
Ενας αχταρμάς δαιμονολογίας, σατανισμού και οικογενειακών εφιαλτικών μυστικών σε συνάρτηση με ένα, υποτίθεται, χαλαρωτικό εφηβικό παιχνίδι, η ταινία τρόμου «Παιχνίδια θανάτου» (All fun and games, ΗΠΑ, 2023) κινείται στο ίδιο περίπου κλίμα με το κατά πολύ ανώτερο «Μίλα μου» των ελληνικής καταγωγής αυστραλών αδελφών Φιλίππου που είδαμε πρόσφατα στις αίθουσες. Δεν το λες ατμοσφαιρικό, είναι πολύ πιο σκοτεινό απ’ όσο θα ‘πρεπε, καθώς σε πολλές περιπτώσεις δεν διακρίνεις τι γίνεται και οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι το τελευταίο που σε απασχολεί (Αζα Μπάτερφιλντ, Ναταλία Ντάιερ κ.ά.). Το πιο παράξενο με αυτή την ταινία είναι ότι την υπογράφουν δύο σκηνοθέτες (Ερεν Σελεμπόγλου, Αρι Κόστα), ενώ στην πραγματικότητα η σκηνοθεσία είναι το πιο αδύναμο σημείο της.
Κάλλας και Γκοντάρ
Ενα γεγονός για τους θαυμαστές της όπερας και κυρίως της Μαρίας Κάλλας είναι η προβολή σε επιλεγμένες αίθουσες και σε αποκατεστημένη έγχρωμη 4Κ κόπια του «Callas – Paris, 1958» (Γαλλία, 2023), που δεν είναι ντοκιμαντέρ αλλά δουλεμένο από την αρχή αρχειακό υλικό, το οποίο περιλαμβάνει σκηνές από το ντεμπούτο της υψιφώνου στην Οπερα του Παρισιού με τη θρυλική παράσταση της 19ης Δεκεμβρίου του 1958.
Στην πραγματικότητα βλέπουμε ζωντανά τη γέννηση του θρύλου, με την Κάλλας να ερμηνεύει άριες από διάφορα έργα, όπως η «Casta diva» από τη «Νόρμα» και το «Una voce poco fa» από τον «Κουρέα της Σεβίλλης» (να σημειωθεί ότι το υλικό περιέχει και ολόκληρη τη Β’ Πράξη από την «Τόσκα»). Εχει μεγάλη σημασία που η αποκατάσταση έγινε με στόχο αποκλειστικά τη μεγάλη οθόνη και ακόμη μεγαλύτερη η προσεκτική αποκατάσταση του ήχου με σύστημα Dolby Atmos. Και το γεγονός ότι τη σκηνοθετική επιμέλεια του όλου εγχειρήματος είχε ο Τομ Βολφ, ο οποίος έχει εντρυφήσει στο θέμα Μαρία Κάλλας (θυμίζουμε το ντοκιμαντέρ του «Maria by Callas»), κάνει τη δουλειά αυτή ακόμα πιο σημαντική.
Για μία προβολή μόνο, αύριο Παρασκευή 1η Δεκεμβρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (Ιερά Οδός 48 και Μεγάλου Αλεξάνδρου), θα παιχτεί το ωριαίο ντοκιμαντέρ της Φλοράνς Πλαταρέ «Ο Γκοντάρ για τον Γκοντάρ». Αφορμή της προβολής, ο πρώτος χρόνος που κλείνει από τον θάνατο του κορυφαίου σκηνοθέτη, ο οποίος αν ζούσε σήμερα θα είχε γίνει 93 ετών (η προβολή γίνεται λίγο πριν από την ημερομηνία των γενεθλίων του, 3 Δεκεμβρίου). Το φιλμ περιλαμβάνει πολλά πλάνα αρχείου, άγνωστα ακόμα και στους φανατικούς οπαδούς του σκηνοθέτη, όπως επίσης και στιγμιότυπα από τα γυρίσματα κλασικών ταινιών του τη δεκαετία του 1960 ή σκηνές με τον ίδιο τον Γκοντάρ να περιπλανιέται στους δρόμους του Παρισιού.
Τέλος, διανθίζεται με αποσπάσματα τηλεοπτικών συνεντεύξεών του όπως και υλικό από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών το 1968, όταν μαζί με τον Φρανουσά Τριφό ο Γκοντάρ επέμενε ότι το φεστιβάλ θα έπρεπε να κλείσει σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους γάλλους εργάτες και φοιτητές – τον μυθικό Μάη του ’68 (η προβολή διοργανώνεται σε συνεργασία Ταινιοθήκης – Γαλλικού Ινστιτούτου Ελλάδος).