Δεν είναι εξαντλητικό να πρέπει να βρίσκεστε σε δύο πόλεις για να εργαστείτε; Θεσσαλονίκη – Βόλος;
Είμαι ευτυχισμένος που δουλεύω. Αυτό μου θυμίζει την ταμπέλα που είχαν στο Αουσβιτς και έλεγε «η εργασία απελευθερώνει» και έπειτα τους οδηγούσαν στα κρεματόρια. Θέλω να πιστεύω ότι δεν θα «καώ», γιατί υπάρχει και αυτός ο κίνδυνος, αλλά είμαι χαρούμενος. Σήμερα στη Θεσσαλονίκη ολοκληρώνουμε τις παραστάσεις στο «Εκτο πάτωμα» και συνεχίζουμε στον Βόλο.
Είστε καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ της πόλης. Τι έχετε επιλέξει για την έναρξη;
Ο Βόλος κατάφερε να ξαναλειτουργήσει ένα υπέροχο θέατρο που διέθετε, 1.000 θέσεων, ένα εκπληκτικό κτίριο με μάρμαρο, το οποίο έκλεισε για λόγους στατικότητας. Η μετονομασία του ανακαινισμένου – ας πούμε – θεάτρου δόθηκε στον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Ο σπουδαίος συνθέτης κατάγεται από αυτή την πόλη. Θέλοντας να τον τιμήσει η γενέτειρά του, έδωσε το όνομά του στο θέατρο. Ηταν ένα κίνητρο, δεν σας κρύβω, αυτό, το ν’ αναλάβω το θέατρο με σκοπό να τιμήσω τη μνήμη του. Επίσης θέλω να κάνω το επόμενο βήμα, διότι είναι μια πόλη που, πιστεύω, σε πολιτιστικό επίπεδο, αντιμετωπίζει προβλήματα. Δεν αναφέρομαι μόνο στα υπάρχοντα – πλημμύρες, καταστροφές – αλλά στα πολιτιστικά.
Τι εννοείτε;
Ενώ διαθέτει το ανθρώπινο δυναμικό, στον πολιτισμό ήταν εν υπνώσει. Φυσικά δεν λέω ότι θα ξυπνήσω μια πόλη. Απλώς επισημαίνω το τι συμβαίνει και δηλώνω την πρόθεσή μου να πράξω ό,τι καλύτερο μπορώ γιατί ο Βόλος το αξίζει. Εχω την ευθύνη να κάνω το άνοιγμα του θεάτρου τιμώντας, όπως είπαμε, τον Βαγγέλη Παπαθανασίου.
Τι περιλαμβάνει αυτό το άνοιγμα;
Αξιοποιούμε όλα τα μουσικά σύνολα της πόλης. Ζητήσαμε ειδική άδεια από το ίδρυμα το οποίο έχει δημιουργήσει ο Βαγγέλης Παπαθανασίου για να παίξουμε τις μουσικές του. Το video art της παράστασης το έχει αναλάβει ο Νίκος Σούλης και ο Θανάσης Λάλας, ο οποίος ήταν προσωπικός του φίλος, θα κάνει την παρουσίαση.
Ποιο θεατρικό έργο θα εγκαινιάσει τη σκηνή;
Επέλεξα να παρουσιάσω ως καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Βόλου στο άνοιγμά του ένα έργο που έγραψε ο Σάκης Σερέφας, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Βογιατζή, και η πρεμιέρα του θα γίνει στις 21 Δεκεμβρίου. Εχει τίτλο «Μαύρο κύμα», αναφέρεται στους πρόσφυγες που ήρθαν το 1922 από τη Μικρά Ασία – κάποιοι και νωρίτερα – και εγκαταστάθηκαν στη Νέα Ιωνία του Βόλου. Είναι ένα θέατρο – ντοκουμέντο. Βασίζεται δηλαδή σε πραγματικά γεγονότα, αλλά εμπεριέχει και μυθοπλασία. Ολοι όσοι συμμετέχουν στον θίασο είναι από τον Βόλο και την ευρύτερη περιοχή. Και αυτό ήταν μια απόφαση που πήρα θέλοντας ν’ αξιοποιήσω όλο το δυναμικό της πόλης και να μην κάνω «εισαγωγή» συναδέλφων, κάτι που για μένα ήταν εύκολο.
Δώσατε έτσι και το αποτύπωμα που επιθυμείτε ν’ αφήσετε στην πόλη.
Πιστεύω ότι αυτός είναι ο ρόλος των ΔΗΠΕΘΕ έτσι όπως τον οραματίστηκε η Μελίνα Μερκούρη. Δεν υπήρχε η επιδίωξη να καταπολεμηθεί η ανεργία του χώρου μας, η οποία ούτως ή άλλως δεν καταπολεμείται, αλλά καθεμία περιφέρεια να βρει το πρόσωπό της και την ταυτότητά της.
Το πέτυχε, πιστεύετε;
Οχι, δεν μπορεί να το πει κανείς αυτό. Αλλά αυτή ήταν η πρόθεσή της. Οπως η δική μου είναι όχι να αποδείξω ότι είμαι καλός καλλιτεχνικός διευθυντής στον Βόλο, αλλά να υλοποιήσουμε τους ουσιαστικούς στόχους περιφερειακών θεάτρων. Τώρα που ελπίζω ότι είμαι ώριμος ηθοποιός είναι μια καλή στιγμή μου να πετάξω το εγώ μου και να εργαστώ για τον χώρο του θεάτρου.
Εγκλωβιστήκατε ποτέ στο εγώ σας;
Στα νιάτα μου σίγουρα συνέβη, αλλά το ξεπέρασα, νομίζω, γρήγορα. Είναι ένα εγωιστικό επάγγελμα, ατομικό. Διεκδικείς τη μοναδικότητά σου και, αν θέλεις, την καταξίωσή σου σε σχέση με την επιτυχία των άλλων. Αυτό είναι ένας τεράστιος μύθος. Τώρα που ολοκληρώνω έναν κύκλο ζωής, θα το χαρακτήριζα ηλιθιότητα. Εκείνο που έχει ενδιαφέρον σ’ αυτή τη δουλειά είναι το ταξίδι.
Δύσκολο να το αντιληφθεί κανείς αυτό, νομίζω, σε όλα τα επαγγέλματα και ιδίως σ’ εκείνα που έχουν προβολή.
Επειδή είμαι και εκπαιδευτής στο θέατρο, βλέπω ότι τα νέα παιδιά – όπως κι εμείς όταν ήμασταν νέοι – ξεκινούν με το υπερεγώ τους, και καλά κάνουν. Στην πορεία θα πρέπει να το πολεμήσουν. Το δυστύχημα όμως είναι όταν οχυρώνεσαι πίσω από αυτό και κινδυνεύεις να πεθάνεις. Τότε γίνεσαι θλιβερός ηθοποιός και προκαλείς τη λύπηση. Πρέπει να είμαστε γενναιόδωροι με τους νέους γιατί αυτοί θα συνεχίσουν στον χώρο.
Ξεφύγατε ποτέ λόγω αυτής της, ας πούμε, υπεροψίας, λόγω του τεράστιου εγώ;
Ναι, και θα σου πω τη στιγμή. Ενώ έχω μια θητεία στο ποιοτικό θέατρο, βρέθηκα στην επιθεώρηση, στο Ελεύθερο Θέατρο. Δηλαδή Αννα Παναγιωτοπούλου, Σταμάτης Φασουλής, Μίρκα Παπακωνσταντίνου, Μίμης Χρυσομάλλης. Ημουν στη γέννηση ενός εμπορικού θεάτρου που είχε απήχηση στο πλατύ κοινό και αυτό μεταφράζεται σε αναγνωρισιμότητα, συνεντεύξεις, που δεν υπήρχε στα μικρά θέατρα. Επακόλουθο ήταν και η χρηματική άνοδος διότι οι θεατρικοί επιχειρηματίες άρχιζαν να ερίζουν για το ποιον θα έχουν στο θέατρό τους. Ανέβηκε δηλαδή πολύ το κασέ μας. Ολο αυτό δημιουργεί ένα υπερεγώ. Η αλήθεια είναι ότι τρόμαξα τότε.
Η αναγνωρισιμότητα ή τα χρήματα σας έδωσαν μεγαλύτερη ικανοποίηση;
Τα χρήματα έχουν ημερομηνία λήξης. Επίσης, επειδή δεν μ’ ενδιέφερε η ιδιοκτησία, με τα πρώτα χρήματα αγόρασα ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο στο Πήλιο, του 18ου αιώνα, και το έκανα σπίτι, ενώ στην Αθήνα ζούσα με την οικογένειά μου στο ενοίκιο. Πίστευα πάντα στην ευκαιριακή αξία των οικονομικών απολαβών. Αγοράζεις ένα καινούργιο αυτοκίνητο, χαίρεσαι στιγμιαία κι εκεί τελειώνει και η απόλαυση. Θεωρώ ότι η καλύτερή μου ιστορία είναι η οικογένειά μου. Επίσης οι προσωπικές μου κατακτήσεις σε επίπεδο παιδείας. Εκανα και κάνω ένα υπέροχο ταξίδι ως καλλιτέχνης, είχα την ευκαιρία να συναντήσω συγκλονιστικές προσωπικότητες, όπως ο Αγγελος Τερζάκης, που ήταν αγαπημένος μου δάσκαλος, και τόσοι άλλοι.
Είναι ωραίο που αντιλαμβάνεστε ως κεφάλαιο της ζωής σας ό,τι μου αναφέρατε.
Μα αυτό είναι ή πρέπει, κατά την άποψή μου, να είναι το στοίχημά μας: να δικαιολογήσουμε την παρουσία μας στη γη, πριν γίνουμε αστρική σκόνη, το θείο δώρο της ζωής. Το ότι είμαστε στη ζωή το θεωρώ μεγάλη δόξα: η δόξα της ζωής. Είναι μια διαδρομή σκέψης που κατέκτησα κάνοντας την επιλογή της δουλειάς. Μιας δουλειάς στην οποία βρέθηκα κατά λάθος. Δεν είχα τόση αυτοπεποίθηση για να γίνω ηθοποιός. Η οικογένειά μου δεν είχε καμία σχέση με την τέχνη και τα μόνα μου σκιρτήματα ήταν οι ταινίες του Σαρλό ή παίζοντας τους κλέφτες και αστυνόμους και τον «Μικρό Ηρωα», τον οποίο τον έκανα παράσταση ως παιδικό μου βίωμα και καταστράφηκα οικονομικά. Το θέατρο με κατέστρεψε και με έσωσε.
Αυτό θα ήθελα να μου το εξηγήσετε.
Δεν πίστευα ότι άξιζα να είμαι σε αυτόν τον χώρο με αυτούς τους τόσο σημαντικούς ανθρώπους, όπως ανέφερα. Αυτό ήταν ένα δώρο για εμένα. Το να ξεκινάει ένα παιδί την εποχή εκείνη, από μια οικογένεια που δεν είχε καμία σχέση με το θέατρο, με δυο γουρλωτά μάτια, που τα ινδάλματά του ήταν η Βουγιουκλάκη, ο Παπαμιχαήλ, ο Αλεξανδράκης και άλλοι ζεν πρεμιέ.
Θέλει θάρρος.
Σήμερα θα λέγαμε «πού πας, ρε Καραμήτρο». Η αιτία που πέρασα στο Εθνικό Θέατρο ήταν από ένα λάθος. Για πρώτη φορά οι εξετάσεις ήταν μακριά από το αρχαίο δράμα. Μου δώσανε να παίξω Μολιέρο και υπερίσχυσα έναντι των δίμετρων συναδέλφων. Ετσι με πέρασαν και βρέθηκα σε αυτόν τον υπέροχο χώρο του θεάτρου και δεν ξαναβγήκα.
Αυτοπεποίθηση σας έδωσε το θέατρο;
Ε, ναι, έστω και αν πέρασα από πολλές δύσκολες περιπέτειες. Οταν επένδυσα όλα μου τα χρήματα σ’ ένα θέατρο, το Πολύτεχνο στη Μαυρομιχάλη, έχοντας μάλιστα και οικογένεια, έβαλα υποθήκη το σπίτι μου για να πάρω χρήματα από τους τοκογλύφους. Ευτυχώς όμως όλες οι παραστάσεις πήγαν καλά, κι έτσι το ίδιο το θέατρο μου έδωσε λύση. Καταστράφηκα όμως γιατί έκανα έργα όπως ο «Μικρός Ηρωας» που ήταν τεράστια και δεν μπορούσαν να καλυφθούν τα έξοδά τους, όσο μεγάλη και αν ήταν η επιτυχία τους. Αλλά, ξέρετε, γλίτωσα από τους τοκογλύφους και έκανα αυτό που αγαπούσα. Ε, δεν είναι λίγο.