Υπήρξε ο άνθρωπος που στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα ταυτίστηκε όσο ουδείς με την έννοια διπλωματία, αν και με τον πιο αμφιλεγόμενο και εκρηκτικό για τα μέτρα αυτού του αιώνα τρόπο. Ομως, στον 18ο, θα ήταν κάτι σαν ημίθεος των αυτοκρατορικών αυλών. Και ασφαλώς ήταν μία κατηγορία από μόνος του.
Σχεδόν παντού στον κόσμο, ο Κίσινγκερ ήταν ταυτισμένος με τη ρεαλιστική και κυρίως τη σκληρή, κυνική διπλωματία. Εργo του το άνοιγμα των ΗΠΑ στην Κίνα. Υπό μία έννοια ώθησε την Κίνα σε ό,τι είναι σήμερα: εκείνος άνοιξε την πόρτα να περάσουν οι αμερικανικές και οι ιαπωνικές επενδύσεις, μα και τα κεφάλαια και η τεχνογνωσία που αυτές μετέφεραν. Το «σχεδόν» όμως είναι αναγκαίο, γιατί υπάρχει μία διπλή μεγάλη εξαίρεση: η Ελλάδα και η Κύπρος. Στον Ελληνισμό «Κίσινγκερ» σημαίνει άλλο: τον Σατανά τον ίδιο. Και, βέβαια, το γνώριζε άριστα.
Ενας κοινός μας φίλος μάς είχε καλέσει αμφότερους σε κλειστό δείπνο στο σπίτι του. Ηθελε να δει την αντίδραση του Κίσινγκερ όταν θα του έλεγε, παρουσιάζοντας τους λίγους συνδαιτυμόνες της βραδιάς, ότι είναι και ο κ. τάδε, έλληνας δημοσιογράφος. «Πονηρά» ο αμφιτρύων με είχε βάλει να καθίσω πλάι στον Κίσινγκερ. Μόλις έγιναν οι συστάσεις, έφερε κατευθείαν το χέρι στο μέτωπό του λέγοντας κάτι σαν «α, όχι, δεν το αντέχω τώρα αυτό…». Με χιούμορ βέβαια. Ολοι γελάσαμε. Δεν έχω αμφιβολία ότι έλεγε αλήθεια: ουδεμία διάθεση είχε να περάσει το βράδυ απαντώντας για το ’74. Προφανώς το είχε πάθει τόσες φορές που άκουγε «Ελληνας» ή «Κύπριος» και άλλαζε δρόμο. Και δημοσιογράφος… Με κοίταξε μειδιώντας, με ύφος «λυπήσου με».
Λίγο μετά του είπα ότι είμαι από τους ελάχιστους Ελληνες που δεν πιστεύω ότι «έφταιγε» εκείνος. Με κοίταξε με απορία, σαν να έψαχνε την παγίδα. Αλλά δεν είχε παγίδα. Ο οικοδεσπότης επιβεβαίωσε. Τότε είπε ο Κίσινγκερ: «Α, δεν μου τυχαίνει εύκολα, συνήθως με βρίζουν. Και δεν έχουν δίκιο. Κάνουν λάθος. Ομως εσείς πώς και το λέτε αυτό;». Απάντησα: «Ακόμα και να φταίτε, πάλι, άλλοι φταίνε». Το τραπέζι είχε σωπάσει. Το πρόσωπό του απέπνεε τώρα μία αίσθηση μεταξύ πεινασμένου αρπακτικού και ευσεβούς πιστού: «Δηλαδή;». Συνέχισα: «Η Ελλάδα φταίει. Δηλαδή οι δικτάτορες. Οταν φέρθηκε έτσι ο Παπαδόπουλος στον πόλεμο του ’73 και μετά ο Ιωαννίδης το ’74, έστειλε τον Ελληνικό Στρατό με την ελληνική σημαία να σκοτώσει τον Μακάριο, τότε εσείς τι; Ακόμα κι αν τους κοροϊδέψατε, όπως λένε, αυτοί το έκαναν. Αυτοί έβαλαν τους Τούρκους. Αυτοί είναι οι προδότες». Κούνησε το κεφάλι χαμηλωμένα και σκεπτικά. Τα μαύρα γυαλιά έμοιαζαν τώρα πιο μεγάλα απ’ το κεφάλι.
Είπαμε πολλά εκείνο το βράδυ. Υπάρχει κάτι όμως που δεν θα ξεχάσω: τον Κίσινγκερ να μιλά για τον αντιαμερικανισμό στην Ευρώπη. «Κάθε φορά που έρχομαι στην Ευρώπη», έλεγε, «χαίρομαι και λυπάμαι μαζί. Χαίρομαι γιατί την αγαπώ πολύ. Και λυπάμαι γιατί δεν μας αγαπά εκείνη πια. Γιατί υπάρχει τόσα χρόνια πια σχεδόν παντού αντιαμερικανισμός. Και δεν λέω ότι φταίει αναγκαστικά η Ευρώπη, μπορεί να φταίμε εμείς. Δεν είναι αυτό. Αλλά με πιάνει πολύ μεγάλη θλίψη, γιατί κάθε φορά θυμάμαι όταν κατέβηκα στρατιώτης στη Νορμανδία. Πώς βγήκαμε στην ακτή. Πώς καταφέραμε να προχωρήσουμε… Δεν μπορεί να το φανταστεί άνθρωπος. Και πώς μας έβλεπαν παντού, σαν ελευθερωτές. Μας λάτρευαν – κι εμείς το ίδιο. Ηταν συγκλονιστικό. Ημουν στη Μάχη των Αρδεννών. Ημουν εκεί! Φύγαμε από τη Γερμανία όταν ήμουν 15 χρονών για να γλιτώσουμε από τον Χίτλερ. Επέστρεφα απελευθερωτής. Και σήμερα; Πώς φτάσαμε σ’ αυτή την κατάσταση; Είναι φρικτό…».