Τα συγγραφικά του ίχνη στη λογοτεχνία υπήρξαν πυκνά, άλλοτε με βαρύ αποτύπωμα, όπως το «Ζ», κι άλλοτε παιγνιώδη καθώς εξασκήθηκε σε διαφορετικά είδη γραφής ως σεναριογράφος και δημοσιογράφος. Γεννημένος στην Καβάλα το 1934, μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε στη Νομική Σχολή, πριν ακολουθήσει τον δρόμο της λογοτεχνίας παρακολουθώντας μαθήματα στη δραματική σχολή του Πανεπιστημίου Γέιλ και μαθαίνοντας τους κώδικες του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης σπουδάζοντας τηλεσκηνοθεσία στην SRT στη Νέα Υόρκη.
Από το πρώτο του λογοτεχνικό κείμενο, «Τα σιλό» (αναφέρεται στη βουλγαρική κατοχή στη Μακεδονία, 1941-1944), ο Βασίλης Βασιλικός υπηρέτησε τη βιωματική γραφή γράφοντας μυθιστορήματα για τη δικτατορία του Μεταξά, τα χρόνια του Εμφυλίου, τη σκληρή δεκαετία του 1950, τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, τη δικτατορία, τη Μεταπολίτευση, την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981, το σκάνδαλο Κοσκωτά. Η διάσημη τριλογία του «Το φύλλο» – «Το πηγάδι» – «Τ’ αγγέλιασμα», γραμμένη το 1961, μετά την επάνοδό του από την Αμερική, τιμήθηκε με το Βραβείο των Δώδεκα (Ουράνη) και θεωρείται από την κριτική ως η κορυφαία συνεισφορά του.
Η ανάμειξη λογοτεχνίας και «δημοσιογραφικού» στοιχείου αναδείχτηκε στο διασημότερο έργο του, το μυθιστόρημα – ντοκουμέντο «Ζ: Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος» (1966), που αναφέρεται στη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς το 1963 στη Θεσσαλονίκη και του οποίου την κινηματογραφική εκδοχή σκηνοθετεί ο Κώστας Γαβράς (1969). Σε αυτό το είδος παρέμεινε ο Βασίλης Βασιλικός και το καλλιέργησε με συνέπεια στα πεζογραφήματά του «Το λαχείο», «Το μαγνητόφωνο», «Το μαγνητόφωνο δύο», «Ο ιατροδικαστής», «Ο θάνατος του Αμερικάνου». Αλλά και στο «Κ» για το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Από το 1967 μέχρι το 1994 έζησε και εργάστηκε στο εξωτερικό (Ιταλία, Γαλλία, Νέα Υόρκη), τα πρώτα επτά χρόνια εξόριστος από τη χούντα, με ένα τριετές διάλειμμα (1981-1984), κατά το οποίο ανέλαβε καθήκοντα αναπληρωτή γενικού διευθυντή της ΕΡΤ επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ο πιο πολυμεταφρασμένος έλληνας συγγραφέας μετά τους Καζαντζάκη, Ρίτσο, Καβάφη αναλαμβάνει καθήκοντα πρεσβευτή εκ προσωπικοτήτων της Ελλάδας στην UNESCO στο Παρίσι έως το 2004.
Πολυάριθμες ήταν και οι διακρίσεις που έλαβε για το συγγραφικό του έργο. Οπως το βραβείο Premio Mediterraneo Internazionale 1977 στο Παλέρμο της Σικελίας για το μεταφρασμένο και στα ιταλικά μυθιστόρημά του «Ο μονάρχης» (1974). Το 1980 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (ο ίδιος δεν το αποδέχτηκε) για το έργο του «Το τελευταίο αντίο», μια ερωτική ιστορία – αναφορά στη ζωή του με την πρώτη σύζυγό του Μιμή, η οποία είχε αιφνίδιο θάνατο. Το μυθιστόρημά του αυτό μεταφέρθηκε στην τηλεόραση το 1995 (Mega) με πρωταγωνιστές την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και τον Γιώργο Κιμούλη.
Πολιτική και Καζαντζίδης
Η πολιτική ήταν ιδιαίτερο κεφάλαιο για τον Βασίλη Βασιλικό. Το αποδεικνύει η φιλία με τον Αλέξανδρο Παναγούλη, η αυτοεξορία του κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, η πολυκύμαντη σχέση με τον Ανδρέα Παπανδρέου και η θητεία του ως διευθυντή προγράμματος στην ΕΡΤ τα τρία πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Θα γράψει για όλα αυτά στο αυτοβιογραφικό του «Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα» (Κέδρος, 2021). Στο ίδιο βιβλίο θα δώσει χώρο για να αναπτύξει τη δημοσιογραφική του εμπειρία, σχολιάζοντας το ξεκίνημά του από το περιοδικό «Ταχυδρόμος» στις αρχές της δεκαετίας του 1960, τη μεταπολιτευτική αρθρογραφία του στις εφημερίδες «ΤΑ ΝΕΑ» και «Ελευθεροτυπία» θεωρώντας ότι η δημοσιογραφία πλούτισε το λογοτεχνικό του έργο. Ειδικό κεφάλαιο και η σχέση του με τον Στέλιο Καζαντζίδη – εξού και η βιογραφία που κυκλοφόρησε το 1978 ως «Η ζωή μου όλη» (εκδ. Φιλιππότη), όπως και τα βιβλία που ακολούθησαν.
Ο ίδιος θεωρούσε ότι δεν ήταν πολιτικός λογοτέχνης. «Είμαι μάλλον ερωτικός συγγραφέας. Ισως μου κόλλησαν αυτόν τον χαρακτηρισμό, σαν στάμπα, για το “Ζ”», θα πει στον Γιάννη Μπασκόζο στη συνέντευξή του στο τεύχος – αφιέρωμα του περιοδικού «Διαβάζω». Στην ίδια συνέντευξη του 2011 θα δηλώσει ότι ανήκει «στην κατηγορία των συγγραφέων που δεν περιμένουν να ωριμάσει μέσα τους ένα θέμα. Θέλω να το γράψω την ώρα που είναι ακόμα “ζεστό” και αμέσως μετά να το δημοσιεύσω για να απαλλαγώ από αυτό». Στη δε συνέντευξη προς τον Δημήτρη Μανιάτη τον Νοέμβριο του 2020 δήλωνε πιστός στη γουτεμβέργεια παράδοση: «Δεν θέλω και το βιβλίο να ψηφιοποιηθεί. Το βιβλίο είναι ο τυπωμένος λόγος. Εν αρχή ην ο λόγος. Ο λόγος σε περγαμηνή ή “επί χάρτου”. Το χαρτί το πιάνεις στα χέρια σου. Το έχεις κοντά στο προσκέφαλό σου ένα βιβλίο. Το ξεφυλλίζεις. Το χαϊδεύεις».
Ο αποχαιρετισμός του Κώστα Γαβρά
«Το χαρακτηριστικό του Βασίλη ήταν η απλότητα. Και στη ζωή και στον τρόπο που μιλούσε. Είχαμε μαζί μια σχέση αδελφική, στον πυρήνα της οποίας βρισκόταν φυσικά το “Ζ”. Χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχε η ταινία. Το είχα διαβάσει το 1967, όταν μου το έδωσε ο αδελφός μου ο Τόλης όταν έφευγα για το Παρίσι. Το κεφαλαίο γράμμα στο εξώφυλλο σφηνώθηκε στο μυαλό μου και το βιβλίο με “κάρφωσε”. Το επόμενο πρωί ο φίλος μου Χόρχε Σεμπρούν με ξύπνησε για να μου πει την είδηση για τη χούντα στην Ελλάδα. Το “Ζ” ένωσε γύρω του γενιές, εποχές, ήρωες και αγωνιστές. Πέρα από αυτό ήταν ο “πολιτικός μου σύμβουλος” για τη ζωή στην Ελλάδα, αλλά μου πρότεινε και βιβλία, καθώς γνώριζε τη διεθνή λογοτεχνία πολύ καλά».