Επιλέγοντας, προ ημερών, την «Τάξη του 2024», τις 28 προσωπικότητες που θεωρεί ότι θα κυριαρχήσουν την επόμενη χρονιά στην Ευρώπη, το Politico έβαλε σημαιοφόρο τον Ντόναλντ Τουσκ, τον ηγέτη της φιλοευρωπαϊκής Πλατφόρμας Πολιτών, που αναμένεται να επιστρέψει μετά τις πρόσφατες εκλογές στην πρωθυπουργία της Πολωνίας, στέλνοντας επιτέλους τον εθνολαϊκιστή Γιάροσλαβ Κατσίνσκι και το κόμμα του Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) στην αντιπολίτευση.
Ο γνωστός ιστότοπος προανήγγειλε μάλιστα τον Τουσκ ως «τον ισχυρότερο άνθρωπο στην Ευρώπη». Μοιάζει όμως με έναν τίτλο περισσότερο βασισμένο στην ελπίδα παρά στην πραγματικότητα.
Ο Γκέερτ Βίλντερς ενδέχεται να γίνει προσεχώς, μετά τον εκλογικό θρίαμβο του κόμματός του, ο πρώτος ακροδεξιός πρωθυπουργός της Ολλανδίας.
Ακροδεξιά κόμματα έχουν κατακτήσει την εξουσία στην Ιταλία, εδραιώσει την κυριαρχία τους στην Ουγγαρία, κερδίσει ρόλο στην κυβέρνηση συνασπισμού της Φινλανδίας, γίνει ντε φάκτο κυβερνητικοί εταίροι στη Σουηδία, εισέλθει στο κοινοβούλιο στην Ελλάδα, σημειώσει εντυπωσιακή πρόοδο στις περιφερειακές εκλογές της Αυστρίας και της Γερμανίας.
Οι δημοσκοπήσεις για τις ευρωεκλογές της άνοιξης προβλέπουν μεγάλη ενίσχυση της Ακροδεξιάς και απώλειες για τους Πράσινους, τους Σοσιαλιστές και την Κεντροδεξιά. Στο μεταξύ, στη Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν έχει σοβαρές πιθανότητες να εκλεγεί πρόεδρος το 2027.
Δεν είναι αποκλειστικά ευρωπαϊκό βέβαια το πρόβλημα. Πρόεδρος της Αργεντινής εξελέγη πρόσφατα ο Χαβιέρ Μιλέι, ένας αλλοπρόσαλλος «αναρχοκαπιταλιστής».
Οσο για την πηγή έμπνευσης και την απόλυτη έκφραση αυτού του ακροδεξιού κύματος, ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να επιστρέψει, αψηφώντας κάθε λογική, αρχές του 2025 στον Λευκό Οίκο – σαν επαναλαμβανόμενος εφιάλτης, θα ενισχύσει έτσι περαιτέρω τους απανταχού «τραμπίσκους», γεννώντας ενδεχομένως και νέους.
Για τις ΗΠΑ, ωστόσο, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, ας επικεντρωθούμε στην Ευρώπη.
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο, πρέπει πρώτα να κατανοηθεί – μαζί με τα υπόγεια ρεύματά του. Την απογοήτευση των ψηφοφόρων από την πολιτική. Την απόρριψη των ελίτ. Τις οικονομικές και εδαφικές ανισότητες. Την αίσθηση μιας απειλούμενης ταυτότητας.
Τη δυσφορία.
Πίσω από αυτόν τον κύκλο λαϊκιστικής διαμαρτυρίας, ο γάλλος ιστορικός Μαρκ Λαζάρ βλέπει τρεις βαθιές κρίσεις: την κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, μια κοινωνική κρίση – την αίσθηση, σε ένα κομμάτι της κοινωνίας, πως δεν λαμβάνεται υπόψη – και μια ταυτοτική κρίση, που τροφοδοτείται τα μέγιστα από τη μετανάστευση: «Ο πολιτισμικός και θρησκευτικός πλουραλισμός και οι ισλαμιστικές επιθέσεις προκαλούν φόβους και οι ανησυχίες που οι ακροδεξιοί λαϊκιστές εργαλειοποιούν» σημειώνει στην «El Pais».
«Ο λαϊκισμός», προσυπογράφει ένας άλλος γάλλος ιστορικός, ο Πιερ Ροζανβαγιόν, «ευδοκιμεί επειδή, ακριβώς, προσελκύει έναν πληθυσμό που νιώθει ότι του συμπεριφέρονται άδικα, ότι τον περιφρονούν.
Αναδύεται λοιπόν ένα διπλό εξιλαστήριο θύμα: οι ελίτ και οι μετανάστες».
Για να καταφέρει βέβαια η Ακροδεξιά να εισβάλει στο ευρωπαϊκό κάστρο, χρειάστηκε πρώτα να κατεβάσει την ανασυρόμενη γέφυρα το κεντροδεξιό κατεστημένο.
«Στα ζητήματα που η Ακροδεξιά θεωρεί ως πιο σημαντικά στην Ευρώπη – τη μετανάστευση, την εγκληματικότητα των μεταναστών, την πολυπολιτισμική κοινωνία, τη δυτική συζήτηση περί φύλου, τις πιο παραδοσιακές απόψεις για την οικογένεια – πολλά άλλα κόμματα έχουν πλέον προσαρμόσει τη ρητορική τους» λέει στη «Washington Post» η σουηδή πολιτική αναλύτρια Αν-Κάθριν Γιούνγκαρ.
Ο Βίλντερς είναι ίσως το καθαρότερο παράδειγμα του πώς τα mainstream κεντροδεξιά κόμματα μπορούν να ενισχύσουν την Ακροδεξιά.
Υιοθετώντας προεκλογικά μέρος της ρητορικής του κατά της μετανάστευσης, υπαινισσόμενη ότι θα ήταν πρόθυμη να τον συμπεριλάβει σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό υπό την ηγεσία της, η διάδοχος του Μαρκ Ρούτε στην ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος, η Ντιλάν Γεσιλγκιόζ, τον κατέστησε μια αποδεκτή επιλογή για πολλούς ψηφοφόρους, ενθαρρύνοντάς τους τελικά να επιλέξουν «το πρωτότυπο, όχι μια κόπια» – ένα φαινόμενο που έχει επιβεβαιωθεί πλειστάκις.
Οπότε; Θαυματουργές (όσο και καταδικασμένες) λύσεις μόνο οι λαϊκιστές «διαθέτουν». «Δεν μπορούμε να συμβιβαζόμαστε όσον αφορά τις αξίες μας» τονίζει εντούτοις ο γάλλος πολιτολόγος Ντομινίκ Μουαζί. «Ταυτόχρονα, αν δεν έχουμε απαντήσεις στα προβλήματα που εγείρουν οι λαϊκιστές, θα αποτύχουμε».