Γράφτηκαν σχεδόν τα πάντα τις τελευταίες ημέρες για «τούτα δω τα μάρμαρα» που όπως λέει κι ο ποιητής «κακιά σκουριά δεν πιάνει». Δεν έχω να προσθέσω τίποτα παραπάνω παρά μόνο πως απ όλες τις δηλώσεις, απόψεις, γνώμες και πατριδόπληκτες κορώνες πιο κοντά με βρίσκει η πρόταση του κ. Βενιζέλου.
«Δεν είναι ζήτημα αντιδικίας, ούτε των δύο χωρών ούτε των δύο κυβερνήσεων ούτε των δύο μουσείων. Είναι ένα αίτημα του Μνημείου. Και εμείς εκπροσωπούμε το Μνημείο, ως μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Αρα πρέπει να έχουμε και μια συμπεριφορά αντίστοιχη της εντολής μας. Γιατί και εμείς είμαστε οικονόμοι του Μνημείου. Δεν είμαστε ιδιοκτήτες του».
Από κει και πέρα θα ήθελα να αφήσω άλλους να μιλήσουν για αυτό καθαυτό το μνημείο, Ελληνες και ξένους, και την αντίδρασή τους στο κοίταγμά του. Ακούμε τον συγγραφέα της Μαντάμ Μποβαρί, Γκουστάβ Φλωμπέρ.
«Σήμερα 23 Ιανουαρίου, Πέμπτη, πήγα να αποχαιρετίσω την Ακρόπολη. Μέσα στον Παρθενώνα, στη βάση μιας πλάκας, ένας μηρός φαγωμένος, εντελώς γκρίζος. Φυσούσε δυνατά, ο ήλιος βασίλευε, ο ουρανός ήταν κατακόκκινος πάνω από την Αίγινα, πίσω από τους κίονες των Προπυλαίων, ο ουρανός απλωνόταν με χρώμα κίτρινο κροκάτο… Σπρώχνοντας την πόρτα της Ακρόπολης, παρατήρησα πως έτριζε πονεμένα, σαν πόρτα σιταποθήκης. Βγήκα και κοίταζα το θέατρο του Ηρώδη, όταν ένας στρατιώτης ήρθε να μου πουλήσει για δύο δραχμές, μια μικρή γυναικεία φιγούρα με τα μαλλιά της ανασηκωμένα στην κορυφή του κεφαλιού. Μια γυναίκα με κουρελιασμένα ρούχα και που την είδα μόνο από πίσω, ανέβαινε στο κάστρο. Πηγαίνοντας στον Παρθενώνα και επιστρέφοντας εκεί, κοίταξα για πολλή ώρα εκείνο το στήθος με τους ολοστρόγγυλους μαστούς που είναι φτιαγμένοι για να σε τρελαίνουν από έρωτα. Χαίρε Αθήνα».
Η Βιρτζίνια Γουλφ ήρθε δυο φορές στην Ελλάδα την πρώτη που είναι σχεδόν κορίτσι ακόμα γράφει στο ημερολόγιό της.
«Επισκεφθήκαμε επίσης την Ακρόπολη στο ηλιοβασίλεμα… Και όταν μιλάμε για “χρώμα” του Παρθενώνα… Ακτινοβολεί φως και θερμότητα, ενώ οι άλλοι ναοί καίγονταν σε μια λευκή λάμψη. Κανένα μέρος δεν φαίνεται να έχει περισσότερη ενέργεια και να είναι πιο ζωντανό από αυτό το πλάτωμα με τις αρχαίες, νεκρές πέτρες».
Κι αργότερα όταν είναι πενήντα χρόνων πια συμπληρώνει.
«Είναι μεγαλύτερος απ’ ό,τι θυμόμουνα, με μεγαλύτερη συνοχή. Από κάτω η Αθήνα σαν σπασμένο τσόφλι, και τα γκριζόμαυρα θαμνώδη βουνά».
Και για να έρθουμε και πιο κοντά μας ας θυμηθούμε τον στρατηγό Μακρυγιάννη.
«Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια – φαίνονταν οι φλέβες, τόσην εντέλειαν είχαν. Οταν χάλασαν τον Πόρο, τα ‘χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Αργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν. […] Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: «Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε».
Τέλος μια υπόμνηση και για τον εκατομμυριούχο πρωθυπουργό, του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και για μας εδώ, ένας στίχος του Μεγάλου Αλεξανδρινού.
«Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των, γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των, διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί».
Χαιρετώ.