Ανοιγε το σύμπαν μια χαραμάδα και από εκεί ακουγόταν η φωνή της, όπως ήθελε ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι;

Εκτεινόταν ο χρόνος σε κάθε συλλαβή της, ώστε να μοιάζει ότι σβήνει και δεν χάνεται; Ηταν η πληρέστερη ηθοποιός σε όλα τα είδη θεάματος, όπως έλεγε ο Λουκίνο Βισκόντι; Για χάρη της Μαρίας Κάλλας έχουμε υπομείνει – και αφηνόμαστε έως και σήμερα – ακόμη και σε χιλιοειπωμένα κλισέ.

Ετσι κι αλλιώς, μπροστά στη χάρη και τη βαρύτητα της τέχνης της δεν αναζητάμε μία και μόνη αλήθεια – κάτι τέτοιο θα καθιστούσε εκείνην ιερή και εμάς απλούς «προσκυνητές». Καταναλωτές της μουσικής ερμηνείας αποκλεισμένους από κάθε συγκίνηση.

Οι ερμηνείες, οι αναγνώσεις και οι επαναγνώσεις – ακόμη κι εκείνα τα κλισέ που λέγαμε – προέρχονται από φιλόμουσους που προσπαθούν να καθαρίσουν στο μέτρο του δυνατού τη μεγάλη εικόνα. Να κατεβάσουν, δηλαδή, την «ντίβα» από το άχρονο ιερατείο και να την προσεγγίσουν εκ νέου ως μια μυθολογία που ανήκει στην εποχή της. Η Κάλλας σημαίνει, επειδή σημαίνει σήμερα.

Και είναι κάτι παραπάνω από συγκινητικό να ανακαλύπτεις στη διάρκεια μιας προβολής ντοκιμαντέρ ότι η κορυφαία σοπράνο του 20ού αιώνα έχει να προσφέρει καινούργιο υλικό στους θεατές της τέχνης της. Σκηνή πρώτη, λοιπόν: η Κάλλας καταφτάνει σε λιμάνι της Λευκάδας το 1964.

Εμφανίζεται με ένα φόρεμα – μαύρα και λευκά τετραγωνάκια – και στέκεται πάνω στην αυτοσχέδια πλατφόρμα που έχουν στήσει οι ντόπιοι για το καλωσόρισμα.

Ο νεαρός Κυριάκος Σφέτσας κάθεται στο πιάνο και ο μύθος αποκτά σάρκα και οστά για όλους: εκείνους που την απόλαυσαν εκείνη τη βραδιά και τους θεατές του 2023, που δεν πιστεύουν στα μάτια τους όταν απολαμβάνουν λίγα λεπτά ακόμη από το τιμαλφές τραγούδισμα στο ντοκιμαντέρ «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: τα άγνωστα αθηναϊκά χρόνια».

Το φιλμ είναι βασισμένο σε ιδέα του Βασίλη Λούρα, που οι συντάκτες του πολιτιστικού ρεπορτάζ γνωρίζουν ως τον σύνδεσμό τους με την Εθνική Λυρική Σκηνή μέσω του Γραφείου Τύπου.

Σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη Μιχάλη Ασθενίδη αποδεικνύουν ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα δημοσιογραφικά εργαλεία – και μάλιστα ενός τύπου Νέας Δημοσιογραφίας – για να ανασυστήσουν μια ξεχασμένη και κάπως θολή ενότητα από την ελληνική εμπειρία της Κάλλας.

Αυτή τη φορά μάλιστα χωρίς να ακούγονται κατ’ επανάληψη οι κάποτε αβανταδόρικες λέξεις «Ωνάσης» ή «ειδύλλιο» ή «ποθοπλάνταχτος έρωτας».

Σκηνή δεύτερη: με τα κύματα της θάλασσας στο φόντο, τον αττικό ουρανό να εναλλάσσεται με το σούρουπο της αθηναϊκής γλαύκας, ακούγεται η φωνή της Κάλλας που κάνει φωνητική εξάσκηση στην άρια «Μadre pietosa vergine» από τη «Δύναμη του Πεπρωμένου» του Βέρντι: «Μη με αφήσεις, βοήθα με, έλεος, Κύριε, έλεος! Μη μ’ εγκαταλείπεις! Λυπήσου με, έλεος, Κύριε».

Η πιανίστριά της Βάσω Δεβετζή τής επισημαίνει πού «κλείνει» η φωνή της και η Κάλλας το αποδέχεται με τον προσωπικό πολιτισμό που περιέχεται στην πείρα: «Κλείνω εκεί πέρα, ανάθεμά με!».

Είναι Αύγουστος του 1977, μόλις λίγες ημέρες πριν πεθάνει και αυτό το ηχητικό απόσπασμα ακούγεται επίσης για πρώτη φορά χάρη στην αναζήτηση και την επιμονή των συντελεστών του φιλμ. «Ηρθε κάποια στιγμή που έφτασα να πω ότι πρέπει να σταματήσουμε» μου λέει ο Γιώργος Κουμεντάκης, καλλιτεχνικός διευθυντής της Λυρικής Σκηνής, στο πλαίσιο δράσεων της οποίας για τα 100 χρόνια από τη γέννηση της Κάλλας πραγματοποιήθηκε το ντοκιμαντέρ.

«Οι διαπραγματεύσεις ήταν σαν να ανεβαίνεις ένα βουνό».

Μέσα σε μία ώρα και 40 λεπτά οι θεατές έκαναν ένα ταξίδι που χωρούσε τη Μαριάννα Καλογεροπούλου της κατοχικής Αθήνας (όνομα με το οποίο κάνει το ντεμπούτο της στην πρώτη συναυλία με το Εθνικό Ωδείο στις 11 Απριλίου 1938 στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσό), τη Μαρία που ετοιμαζόταν να ανοίξει τα φτερά της στην Ιταλία του Μενεγκίνι και του Τούλιο Σεραφίν, την παγκόσμια σταρ που επέστρεφε το 1957 στο Ηρώδειο, το 1960 και 1961 στην Επίδαυρο, την Κάλλας που πολεμήθηκε εντός των τειχών (κυρίως από το τότε συγκρότημα Λαμπράκη με πύρινα άρθρα του Δημήτρη Ψαθά), τη διάσημη σοπράνο που επισκεπτόταν την πατρίδα της για διακοπές στα Ιόνια ή τη Χαλκιδική. Από αυτό το τελευταίο μέρος και οι περιγραφές του προσωπικού της φίλου Δημήτρη Μεθενίτη, ο οποίος τη θυμάται να αναρωτιέται εάν θα την αναγνωρίσουν οι ντόπιοι στο Μαρμάρι.

Για να πάρει την απάντηση από τον πρώτο ψαρά που την αντίκρισε και γυρνώντας προς τους άλλους βιοπαλαιστές φώναξε σε λιγότερες οκτάβες: «Ρε σεις, αυτή είναι η Κάλλας».

ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΤΗΣΙΩΝ.

Οι εκπλήξεις είχαν ξεκινήσει από τη στιγμή που η θολή εικόνα, την οποία λίγο – πολύ οι περισσότεροι είχαμε για την αθηναϊκή περίοδο της Κάλλας, άρχισε να ξεδιαλύνει και να τοποθετούνται ολοένα και περισσότερες ψηφίδες στο κάδρο – είτε με μορφή ζουμ σε ντοκουμέντα είτε με τη μορφή animation του Βαγγέλη Μαντζαβίνου, όπου δεν υπήρχαν οπτικοακουστικά τεκμήρια.

Με τις φωτογραφίες από τα Δεκεμβριανά της Αθήνας, με το συνεχές travelling στους δρόμους της Πατησίων, πέριξ του Ωδείου Αθηνών, της Λυρικής Σκηνής και του Εθνικού Θεάτρου αποτυπωνόταν η συναισθηματική γεωγραφία ενός μύθου που μόλις ξεκινούσε.

Η νεαρή Μαρία, την οποία η μητέρα της ανάγκαζε να τραγουδά στο σπίτι προς διασκέδαση των ιταλών στρατιωτών.

Η ερωτευμένη νεαρή με τον συμπρωταγωνιστή της, βαρύτονο Ευάγγελο Μαγκλιβέρα.

Η ερμηνεύτρια που παίζει στην ίδια παράσταση με τον Δημήτρη Χορν: «Βοκκάκιος» του Σουπέ το 1941 στο Παλλάς. Η μαθήτρια που τύπωνε τους κανόνες της δραματικότητας, για να φτάσει πια ύστερα από περίπου 20 χρόνια στον ρόλο της Μήδειας στην Επίδαυρο.

Εκεί που επί μιάμιση ώρα στις πρόβες, σύμφωνα με τη διήγηση της Πέπης Φωκά – Χριστογιαννοπούλου, προσπαθούσε να βρει τον κατάλληλο τρόπο ώστε να φαίνεται πως η λαβή της στον βράχο τον κάνει να λιώνει.

Η γυναίκα που θα γινόταν μύθος ξεκίνησε με παλιοπάπουτσα και παλτό φθαρμένα στις άκρες. Περπάτησε στους δρόμους της γερμανοκρατούμενης Αθήνας και βίωσε από πρώτο χέρι την περίοδο που θα έμενε στην Ιστορία ως «πείνα».

Παράλληλα, όμως, εμπλούτιζε το συναισθηματικό αρχείο της υπό την καθοδήγηση της Ελβίρα ντε Ιντάλγκο (οι αφηγήσεις της είναι συναρπαστικές μέσα στο ντοκιμαντέρ), ώστε να φτάσει στους πρώτους ρόλους της: επίσημο επαγγελματικό ντεμπούτο τη σεζόν 1940 – 1941 με την Εθνική Λυρική Σκηνή στον μικρό ρόλο της Βεατρίκης στον «Βοκκάκιο» του Φραντς φον Σουπέ, πρώτος πρωταγωνιστικός ρόλος στις 27 Αυγούστου 1942, ως Τόσκα στη φερώνυμη όπερα του Πουτσίνι.

Ισως δεν ήταν καν μια κατευθυντήρια γραμμή που οδήγησε τους συντελεστές του ντοκιμαντέρ στην τελική μορφή.

Τα τεκμήρια που ανέσκαψαν μιλούσαν από μόνα τους.

Κατάφεραν, πάντως, να απομυθοποιήσουν ως ένα σημείο την «ντίβα» προβάλλοντας ένα νέο μύθο: εκείνον της εκκίνησης. Από σκηνή σε σκηνή γινόταν συγκινητική η έκθεσή του στα «ανθρώπινα».

Η καλλιτέχνις που θα όριζε τελικά το μέτρο του μεγαλείου ξεκινούσε ξιπόλητη στ’ αγκάθια. Με έναν τρόπο το ντοκιμαντέρ επιβεβαίωνε έναν κανόνα που διαπερνά οριζοντίως και καθέτως το τραγούδι σε όλες τις μορφές του: οι μεγαλύτερες φωνές είναι οι φωνές που έχουν καταγωγή.