[…]

Ερ.: Ποια, κατά τη γνώμη σας, ήταν τα ψυχολογικά ή άλλα σφάλματα που διαπράχθηκαν —κι’ από τις δυο πλευρές— και επέσπευσαν τη ρήξη στις κυβερνητικές τάξεις μετά την Απελευθέρωση, και οδήγησαν στα Δεκεμβριανά; Ήταν τόσο βασικό να μείνει αμετακίνητη η ημερομηνία της παραδόσεως των όπλων; Εν όψει εμφυλίου πολέμου, δεν μπορούσε ίσως να αναβληθεί για δέκα ημέρες η παράδοση, να μεσολαβήσει σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών —δηλαδή και εκείνων που δεν μετείχαν στην κυβέρνηση Παπανδρέου— και να καταβληθεί μια ύστατη προσπάθεια συμφιλιώσεως;

Απ.: Έχει τόσο πολύ συνδεθεί η προσωπική ευθύνη μου με τις ευθύνες του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, που είναι δύσκολο να απαντήσω στα δραματικά αυτά ερωτήματα υπερνικώντας όλα τα κατάλοιπα φυσικής ανθρώπινης μεροληψίας που υπάρχουν μέσα μου. Αλλά μπορώ, νομίζω, να βεβαιώσω ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου επιθυμούσε διακαώς όποια κι’ αν ήταν τότε η πολιτική του Τσώρτσιλ, που εγώ προσωπικά δεν την εγνώριζα να αποτραπεί ο εμφύλιος πόλεμος. Το ίδιο επιθυμούσα κ’ εγώ. Το δείχνει καθαρά η στάση μου στο εικοσαήμερο (27 Σεπτεμβρίου-17 Οκτωβρίου 1944) της διαμονής μου στην Πελοπόννησο και της ευεργετικής για τους κατοίκους της αιματοβαμμένης αυτής γης συνεργασίας μου με τον Άρη Βελουχιώτη. Το δείχνει, επίσης, ένα άρθρο που εδημοσίευσα στην εφημερίδα «Δόξα» στις 8 Νοεμβρίου 1944, που αποτελεί μιαν αγωνιώδη έκκληση για την αποτροπή του εμφύλιου πολέμου. Το δείχνουν, τέλος, όσα έγραψα τότε στο «Ημερολόγιό» μου. Χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τις σελίδες του «Ημερολογίου» αυτού περιέλαβα στα δοκίμια που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Τα Νέα» (28-30 Οκτωβρίου 1975) και αναδημοσιεύθηκαν στο βιβλίο μου «Ιστορικά Δοκίμια». Τα αποσπάσματα όμως αυτά δείχνουν επίσης ότι στο τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου 1944 είχα μετάσχει μόνος εγώ μεταξύ των μη εαμικών υπουργών στις πιο κρίσιμες διαπραγματεύσεις του Γεωργίου Παπανδρέου με τους υπουργούς του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 15.9.1976, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Δεν ξέρω αν μπορούσαν να αποφευχθούν τα Δεκεμβριανά. Ξέρω ότι θάπρεπε να είχαν αποφευχθεί. Αλλά με ποιες παραχωρήσεις προς το ΚΚΕ και το ΕΑΜ; Ως ποιο σημείο ήταν δυνατό να φθάσουν οι παραχωρήσεις αυτές; Το πρόβλημα δεν ήταν μόνο η ημερομηνία που ορίσθηκε για την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ (και των ανταρτών του Ζέρβα, που η δύναμή τους, ως την ώρα εκείνη, ήταν ισχυρή και άθικτη από τον ΕΛΑΣ). Με το πρόβλημα αυτό είχαν συνυφανθεί και άλλα προβλήματα. Σε όλα τα προβλήματα ο σκληρός πυρήνας του ΚΚΕ άλλαζε, από τη μια μέρα στην άλλη, τη θέση του, τις αξιώσεις του.

Είχαν συμφωνήσει οι υπουργοί του ΚΚΕ (Γιάννης Ζέβγος και Μιλτιάδης Πορφυρογένης), που πιστεύω ότι δεν ανήκαν στον σκληρό πυρήνα, να οργανώσουμε, με επιστράτευση ελάχιστων ηλικιών και άσχετα από τα πολιτικά φρονήματα εκείνων που θα προσέρχονταν να καταταχθούν, μιαν Εθνοφυλακή. Σ’ αυτήν, που θάταν όργανο του έθνους και κανενός κόμματος, θα έπρεπε να παραδώσει τα καθήκοντά της και τις δικαιοδοσίες της η εαμική πολιτοφυλακή. Συμφωνήθηκε να είναι οι διοικητές των ταγμάτων της Εθνοφυλακής κοινής εμπιστοσύνης. Ένα λάθος του υπουργείου των Στρατιωτικών, που επέλεξε εν αγνοία του Γεωργίου Παπανδρέου τους διακοσίους πενήντα αξιωματικούς της Εθνοφυλακής χωρίς να λάβουν γνώση οι υπουργοί του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, διορθώθηκε αμέσως. Ο Γεώργιος Παπανδρέου αναγνώρισε το λάθος και αντικατέστησε τον υφυπουργό των Στρατιωτικών Λάμπρο Λαμπριανίδη με τον «εαμόφιλο» στρατηγό Πτολεμαίο Σαρ(ρ)ηγιάννη, που στο πρόσωπό του είχε εμπιστοσύνη το ΚΚΕ.

Δεχθήκαμε τότε όχι μόνον οι διοικητές των ταγμάτων της Εθνοφυλακής να είναι κοινής εμπιστοσύνης, αλλά και να αναθεωρηθεί ολόκληρος ο κατάλογος των διακοσίων πενήντα αξιωματικών, που τους πιο πολλούς τους εχαρακτήρισε το ΚΚΕ «φασίστες», και να περιληφθούν στον νέο κατάλογο αξιωματικοί και του ΕΛΑΣ, που θα διαλυόταν. Τη μια μέρα δέχθηκαν οι υπουργοί του ΚΚΕ την πρότασή μας να είναι οι αξιωματικοί αυτοί του ΕΛΑΣ «μόνιμοι», δηλαδή και απότακτοι του 1935 ή απόστρατοι, που υπήρξαν άλλοτε μόνιμοι. Και είχε ο ΕΛΑΣ στους κόλπους του σοβαρό αριθμό τέτοιων αξιωματικών. Δεν πέρασαν, όμως, παρά λίγες ώρες και κάτω από την πίεση του σκληρού πυρήνα του κόμματος ετηλεφώνησε σε μένα ο Γιάννης Ζέβγος (26 Νοεμβρίου), ότι οι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ που θα έμπαιναν στην Εθνοφυλακή θάπρεπε νάναι κυρίως έφεδροι. Το θέμα αυτό μπορεί να μην είχε ουσιαστική σημασία, αλλά έδειχνε καθαρά την τάση του ΚΚΕ για υπαναχωρήσεις. Στις 27 Νοεμβρίου πρότειναν οι υπουργοί του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, αντί να αποστρατευθούν και να παραδώσουν τα όπλα στις 10 Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ και ο Ζέρβας, να διατηρηθεί μια μεγάλη μονάδα του ΕΛΑΣ, ισοδύναμη με το άθροισμα της Γ’ Ορεινής Ταξιαρχίας, του Ιερού Λόχου και ενός τμήματος του Ζέρβα. Ο Γεώργιος Παπανδρέου το δέχθηκε αμέσως και ύστερα το δεχθήκαμε ανεπιφύλακτα και όλοι οι άλλοι υπουργοί. Δεν πέρασαν εικοσιτέσσερις ώρες και το ΚΚΕ υπαναχώρησε. Στις 28 Νοεμβρίου, στις 6 τ’ απόγευμα, ο Ζέβγος αφού είχε παρακαλέσει τηλεφωνικώς να αναβληθεί το υπουργικό συμβούλιο που είχε ορισθεί για την υπογραφή της βαρυσήμαντης αυτής συμφωνίας έφθασε στο σπίτι του Γεωργίου Παπανδρέου και αξίωσε (ήμουν παρών στη συνάντηση αυτή) να διαλυθούν, εκτός από τον ΕΛΑΣ και τις δυνάμεις του Ζέρβα, η Γ’ Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος.

Ο Γεώργιος Παπανδρέου απέκρουσε αμέσως τη νέα αυτή αξίωση. Συμφώνησα κ’ εγώ, ενώπιον του Ζέβγου, μαζί του. Είχαμε δεχθεί να τιμηθεί ο ΕΛΑΣ σε βαθμό ισοδύναμο προς τον βαθμό της τιμής που θα απονεμόταν σε όλες τις άλλες ένοπλες δυνάμεις του έθνους μαζί. Τι περισσότερο μπορούσαμε να κάνουμε; Ήταν ηθικά αδύνατο, την ώρα εκείνη, να δεχθούμε τη διάλυση του Ιερού Λόχου, που είχε δοξάσει την Ελλάδα σε τόσες αποφασιστικές επιχειρήσεις στην Τυνησία και αλλού, καθώς και τη διάλυση της ταξιαρχίας εκείνης που είχε πρόσφατα (τον Σεπτέμβριο) γράψει μιαν από τις πιο ένδοξες σελίδες της ιστορίας του Στρατού μας, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης του Ρίμινι εκατόν δεκαέξη νεκρούς (μεταξύ αυτών δέκα αξιωματικούς), δηλαδή τόσους όσους καμμιά άλλη μονάδα του ΕΛΑΣ δεν αφήκε στο πεδίο μιας μοναδικής μάχης ή έστω και μιας σχετικά συναφούς σειράς πολεμικών επιχειρήσεων. Μας ζητήθηκε τώρα κάτι που υπερέβαινε τα όρια εκείνα που έθετε η ελληνική συνείδησή μας. Είναι σαν να είχε ζητήσει από τον στρατηγό Ντε Γκωλ το ΚΚΓ, που είχε αποφασιστικά συμβάλει στην Αντίσταση, να διαλυθούν οι μεραρχίες που είχαν οργανωθεί στο εξωτερικό και είχαν τιμήσει τη γαλλική σημαία σε τόσα πεδία μαχών. Τώρα γνωρίζω τότε δεν το γνώριζα ότι και ο Τσώρτσιλ είχε διαμηνύσει στον στρατηγό Σκόμπυ, και ο Σκόμπυ στον Γεώργιο Παπανδρέου, ότι δεν δέχεται τη διάλυση της Γ’ Ορεινής Ταξιαρχίας. Άσχετα όμως από τη γνώμη αυτή του Τσώρτσιλ, δεν μπορούσαμε να δεχθούμε τη διάλυσή της εμείς. Αλλά και αν υποθέσουμε ότι θα είχαμε δεχθεί τη διάλυση του Ιερού Λόχου και της Ταξιαρχίας του Ρίμινι ποια θάταν, τάχα, η επόμενη αξίωση του ΚΚΕ; Τι θα αξίωνε για τον Στόλο μας, πουπαρά το στασιαστικό κίνημα του Απριλίου 1944 είχε διατηρήσει την ισχύ του και είχε λάβει μέρος, μετά το κίνημα, στην αποβατική επιχείρηση στην Προβηγκία (Αύγουστος του 1944), ακόμα και στη Νορμανδία (δυο μήνες πριν), καθώς και σε άλλες πολεμικές επιχειρήσεις;

Όλες οι ευθύνες για τα Δεκεμβριανά ρίχνονται από πολλούς στον Τσώρτσιλ, καθώς και στον Γεώργιο Παπανδρέου, που συμμορφώθηκε με την πολιτική του Βρετανού πρωθυπουργού. Γνωρίζουμε, βέβαια, τώρα τις οδηγίες που έδινε ο Τσώρτσιλ στον στρατηγό Σκόμπυ. Μπορεί να ήθελε ο Τσώρτσιλ, ιδιαίτερα μετά τη διάσκεψη της Μόσχας (10-20 Οκτωβρίου 1944), να ξεκαθαρίσει η κατάσταση στην Ελλάδα με δυναμική αναμέτρηση προς το ΚΚΕ και τον ΕΛΑΣ, αλλά μπορώ να βεβαιώσω ότι δεν το θέλαμε αυτό ο Γεώργιος Παπανδρέου και οι τότε στενοί συνεργάτες του, και ότι επιθυμούσαμε τη συμφιλίωση και όχι τον εμφύλιο πόλεμο. Δεν ξέρω αν ο σκληρός πυρήνας του ΚΚΕ επιθυμούσε το ίδιο. Αν το επιθυμούσε, δεν θα μας έφερνε μπροστά στα διλήμματα που οι διάφορες υπαναχωρήσεις του εδημιούργησαν στο τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου. Είχε, νομίζω, ο σκληρός αυτός πυρήνας του ΚΚΕ εκτιμήσει με πνεύμα αντιρεαλιστικό την έκβαση που θα είχε μια σύγχρονη και δυναμική αναμέτρηση. Υπολόγιζε και σε άμεση σοβιετική βοήθεια ή κάλυψη, χωρίς να έχει την παραμικρή ένδειξη που επέτρεπε μια τέτοια προσδοκία. Υπήρξαν κορυφαία στελέχη του ΚΚΕ και του ΕΛΑΣ που δεν είχαν συμμερισθεί την αισιοδοξία αυτή.

Αλλά ας ξαναγυρίσω στις ευθύνες του Γεωργίου Παπανδρέου και των στενών συνεργατών του. Παραμένει εκκρεμές το ερώτημα: μήπως μπορούσαμε να αναβάλουμε κάθε απόφαση σχετική με τον ΕΛΑΣ, τις δυνάμεις του Ζέρβα, τον Ιερό Λόχο και την Ταξιαρχία του Ρίμινι, ακόμα και σχετικά με την Εθνοφυλακή; Θα έπρεπε ίσως να το είχαμε κάμει. Αλλά δεν μπορούσαμε. Είχαμε εμπλακεί στο αδιέξοδο. Μήπως μια άλλη κυβέρνηση, με πιο χτυπητό οικουμενικό χαρακτήρα, που θα σχηματιζόταν αμέσως μετά την Απελευθέρωση ή ακόμα και τον Νοέμβριο, θα μπορούσε να είχε αποτρέψει τα Δεκεμβριανά; Δεν μπορώ να το αποκλείσω. Αλλά μπορούσε, τάχα, να σχηματισθεί μια τέτοια κυβέρνηση; Οι σχέσεις του Θεμιστοκλή Σοφούλη και του Γεωργίου Καφαντάρη με τον Παπανδρέου ήταν κι’ από τις δυο πλευρές κάθε άλλο παρά φιλικές. Αν γινόταν (νομίζω ότι δεν έγινε από καμμιά πλευρά) προσπάθεια να συνεργασθούν στην κυβέρνηση, και ανελάμβανε την πρωθυπουργία ο Σοφούλης, με αντιπροέδρους τον Παπανδρέου και τον Καφαντάρη και με συμμετοχή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, καθώς και των Λαϊκών και των άλλων που μετείχαν στην κυβέρνηση Παπανδρέου, θα είχε το σχήμα αυτό οικουμενικότερο χαρακτήρα. Αν το αποφάσιζαν αυτό όλοι μαζί, θα ήταν πράγματι δύσκολο να επέμβει ο Τσώρτσιλ, για να ματαιώσει μια τέτοια πανεθνική απόφαση. Αλλά πρώτον δεν δημιουργήθηκε κλίμα συμπνοίας του Σοφούλη, του Καφαντάρη και του Παπανδρέου, και δεύτερον, ακόμα και αν σχηματιζόταν, υπό τον Σοφούλη, μια τέτοια κυβέρνηση, δεν είναι διόλου βέβαιο δεν είναι καν πολύ πιθανό ότι θα είχε αποτραπεί η τραγική αναμέτρηση, εκτός αν συμφωνούσαμε όλοι με τη γνώμη που σε μια στιγμή οργής εξέφρασε ο Καφαντάρης, ότι η Ταξιαρχία του Ρίμινι ήταν ταξιαρχία πραιτωριανών, και υποχωρούσαμε σε όλες τις αξιώσεις του σκληρού πυρήνα του ΚΚΕ. Έχω τη γνώμη ότι και ο Γεώργιος Καφαντάρης, αν διαχειριζόταν υπεύθυνα την τύχη της χώρας, θα έκανε ό,τι εκάναμε ο Γεώργιος Παπανδρέου και οι στενοί τότε συνεργάτες του.

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Δεν έχω να προσθέσω τίποτε άλλο. Στις 5 Δεκεμβρίου 1944 έγραψα στο «Ημερολόγιό» μου:

«Δεν λέω ποιος είναι υπεύθυνος. Όταν η μοίρα φτάνει σε τέτοια τραγικότητα, δεν ρωτάς πια για ευθύνες».

*Εκτενές απόσπασμα από αποκαλυπτική συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στο δημοσιογράφο και συγγραφέα Βάσο Μαθιόπουλο (1928-2013) αναφορικά με το πώς οδηγήθηκε η χώρα μας αμέσως μετά την Απελευθέρωση στα Δεκεμβριανά και στον εμφύλιο σπαραγμό. Η συνέντευξη του Κανελλόπουλου είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 1976.