Κάποιων η ζωή μοιάζει με αντίξοη πορεία προς έναν προορισμό που η συνείδηση, η πίστη, οι γονείς τους τον έχουν ορίσει ως ιερό. Σπανίως τον φτάνουν – είναι τυχεροί –, πεθαίνουν πριν γευτούν την απομυθοποίηση, το υπαρξιακό κενό.
Αλλων θυμίζει δρομολόγιο τρένου ή πλοίου, που επαναλαμβάνεται ατέρμονα, σκοπός τους να αποφεύγονται οι καθυστερήσεις, να πηγαίνουν όλα ρολόι. «Οταν ο δρόμος είναι πάντα ίδιος, τι τάχα αν είναι σε μια ολόκληρη Μεσόγειο ή απ’ το σπίτι σ’ άλλη συνοικία;» γράφει ο Αλέξανδρος Μπάρας.
Λίγων – των πιο ευνοημένων από τη μοίρα – η ζωή είναι εκδρομή. Ξεκινούν κεφάτοι, τραγουδιστοί, με τη λαχτάρα όλα να τα γνωρίσουν, όλα να τα γευτούν, να τα απολαύσουν, να τα ανατρέψουν ή να τα διορθώσουν. Εχουν μια χαλαρή αίσθηση του πεπρωμένου, της αποστολής, που αναθεωρούν γενναία όποτε η πραγματικότητα τους φέρνει νέα δεδομένα. Πιστεύουν περισσότερο στη στιγμή, στην κάθε στιγμή, η οποία κλείνει μέσα της το σύμπαν. Στερούνται ηθικής πυξίδας; Κάθε άλλο. Τη χρησιμοποιούν ωστόσο μάλλον για να αποφεύγουν τις κακοτοπιές παρά για να χαράζουν τη διαδρομή τους.
Μια εκδρομή στάθηκε η ζωή του Βασίλη Βασιλικού. Περιπλανήθηκε, ερωτεύτηκε, δημιούργησε. Συναναστράφηκε με αμέτρητους ανθρώπους κάθε λογής. Κέρασε και κεράστηκε. Στη μια στροφή του δρόμου, η αγκαλιά του ήταν γεμάτη φρούτα. Στην επόμενη, είχε τα χέρια στις τσέπες. Η αμφίεση, η εμφάνισή του μεταβαλλόταν μες στα χρόνια. Κολλεγιόπαις στα δεκαπέντε του, μπίτνικ στα είκοσι, επαναστατημένο νιάτο στα τριάντα, ασκητικός στα σαρανταπέντε – συντετριμμένος από τον χαμό της Μιμής –, ώριμος δανδής στα εξήντα και στα εβδομήντα. Ποτέ όμως γέρος. Πάντα με ένα πονηρό ανθυπομειδίαμα, με μια σβελτάδα στο μάτι.
Οι «εκδρομείς» του Διονύση Σαββόπουλου λάμπρυναν τη χαμένη άνοιξη, τα ελληνικά ’60ς. Ο Βασίλης Βασιλικός διέτρεξε ακούραστος έναν αιώνα παρά κάτι.
«Είναι και ζήτημα σωματικής ρώμης» σκεφτόμουν εκείνη την Κυριακή του 2006, στη Θεσσαλονίκη.
Φεύγοντας μερικές ώρες νωρίτερα από το μπουζουξίδικο «Βεντέτα», τον είχαμε αφήσει να χορεύει ζεϊμπέκικο, να εκρήγνυται από κέφι. Πότε είχε κοιμηθεί, πότε ξυπνήσει, πώς είχε δώσει το παρών στο στούντιο της ΕΤ3 στις εννέα το πρωί, για να μαγνητοσκοπήσει τρεις εκπομπές σερί, να πάρει έπειτα το αεροπλάνο για την Αθήνα; Πριν από κάθε εκπομπή άλλαζε ρούχα, για να μη φαίνεται ότι είχαν γυριστεί την ίδια μέρα. Εβγαλε το πουκάμισό του, τον είδα γυμνό από τη μέση και πάνω. Ηταν καλοφτιαγμένος, στιβαρός, λεβεντιά καμαρωτή. Ο χρόνος τού είχε φερθεί περίφημα.
Πήγαμε μαζί στο αεροδρόμιο. Στο μπαρ παρήγγειλε μισό λίτρο μπίρα σε ποτήρι, το ήπιε μονορούφι. Πήρε και δεύτερο. «Μα πώς αντέχει» αναρωτιόμουν «που με περνάει τριάντα δύο χρόνια;». Μου έλεγε μια ακόμα συναρπαστική ιστορία, «θα στη τελειώσω» μου έταξε «μόλις απογειωθούμε».
Στην πτήση βάρυναν τα βλέφαρά μου. Ο Βασίλης με σκέπασε τρυφερά με το παλτό κι αφοσιώθηκε στην ανάγνωση της γαλλικής εφημερίδας του.