Είναι ένα μυθιστόρημα που ξεκινά με βλέμματα μέσα απ’ το παράθυρο, «φύλλα που τα σαρώνει το σκοτάδι» και μια επιστήμων, μητέρα τεσσάρων παιδιών, θέλει να κερδίσει τη στιγμή απραξίας που της αναλογεί κοιτάζοντας απλώς τον κήπο.
Στην επόμενη – δεύτερη – σελίδα ο κόσμος της Εϊλις έχει αλλάξει. Τον αλλάζουν οι δύο αστυνομικοί που αναζητούν τον σύζυγό της, Λάρι Στακ, αναπληρωτή γραμματέα της Ενωσης Δασκάλων Ιρλανδίας, ως αντιφρονούντα κατά του κράτους.
Η Ιρλανδία στο «Prophet song» του Πολ Λιντς, ο οποίος κέρδισε την περασμένη Κυριακή το βραβείο Μπούκερ – και το έπαθλο των 50.000 στερλινών –, δεν είναι αυτή που γνωρίζουμε.
Ούτε καν αυτή που γνωρίσαμε μετά την οικονομική κρίση του 2008 (αν και οι ψυχολογικές επιπτώσεις προφανώς και καταφέρνουν να βρουν θέση στις διαφορετικές αποχρώσεις του βιβλίου). Είναι ένα αστυνομικό, ολοκληρωτικό καθεστώς, που λειτουργεί σε συνθήκες στρατιωτικού νόμου και επείγουσας κατάστασης – μια παραπαίουσα δημοκρατία πριν μεταμορφωθεί σε τυραννία.
Στο περιβάλλον αυτό η Εϊλις πασχίζει να επιβιώσει και ο συγγραφέας να διαχειριστεί τη φόρμα μιας δυστοπικής ιστορίας προς όφελος των μεγάλων μοτίβων της λογοτεχνίας. Η πυξίδα του Λιντς, πάντως, είναι η ποιητική γλώσσα.
Κι αυτό διαφαίνεται στο τέλος, όταν ο αναγνώστης μπαίνει στον πειρασμό να (ξανα)διαβάσει το μυθιστόρημα έχοντας πλέον ως κλειδί του την κατάληξη.
Με τον συγγραφέα μιλήσαμε μέσω Zoom πριν από τη βράβευσή του, όταν ακόμη προσπαθούσε να… αυτοπροστατευτεί: «Είναι σημαντικό να μην έχεις μεγάλες προσδοκίες όταν μπαίνεις σε έναν διαγωνισμό βραβείων. Είναι πολύ απλό: έχεις μία στις πέντε ή στις έξι πιθανότητες. Και τις περισσότερες φορές δεν κερδίζεις καν. Αλλά το Μπούκερ, ναι, είναι κάτι τεράστιο όταν σε βρίσκει στην εξέλιξη της καριέρας σου».
Μία από τις σκηνές που κυριαρχεί στο μυθιστόρημα είναι τα μεγάλα παράθυρα μέσα από τα οποία οι χαρακτήρες – κυρίως η μητέρα Εϊλις – κοιτάζουν έξω προς τον κήπο ή τη βροχή. Εχετε έναν τέτοιο δικό σας χώρο, όπου γράφετε;
Ναι και τον λατρεύω. Αλλά ειδικά για το μυθιστόρημα ήθελα να δημιουργηθεί η εντύπωση της στοχαστικότητας και η Εϊλις είναι ένα άτομο που σκέφτεται πολύ την πραγματικότητα γύρω της. Προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει στην οικογένειά της, τον εαυτό της και την πατρίδα της.
Την ίδια στιγμή προσπαθεί να διαχειριστεί τους φόβους των παιδιών και την άνοια του πατέρα της. Είναι μια γυναίκα «τυφλωμένη» από τα γεγονότα και από το πώς κινείται ο κόσμος γύρω της. Προσπαθεί, λοιπόν, να δει. Και πάντα στα βιβλία μου θέλω να «σκηνοθετώ» χώρους όπου μπορούμε να δούμε τους εαυτούς μας.
Αναζητά ταυτόχρονα την «κανονικότητα» ενώ ο κόσμος γύρω της καταρρέει. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι κι εμείς δεν κάνουμε τίποτε λιγότερο ή περισσότερο.
Σίγουρα. Δεν είμαι συγγραφέας που αναζητά συνεχώς το επίκαιρο και το πολιτικό, αλλά αυτό που συμβαίνει στη ζωή σου πάντοτε βρίσκει μια δίοδο προς τη μυθοπλασία. Καθ’ όλη την περίοδο που έγραφα το μυθιστόρημα ο κόσμος που μέχρι τότε θεωρούσαμε δεδομένο έπαψε να είναι και τόσο δεδομένος.
Σαν να λέμε ότι ξεχαρβαλωνόταν κι εμείς ζούσαμε σ’ ένα μοντέρνο χάος. Αποφάσισα, λοιπόν, ότι θα έγραφα γι’ αυτόν τον κόσμο χωρίς να «περνάω μηνύματα». Νομίζω ότι το πλαίσιο των ερωτήσεων είναι πάντα πιο σημαντικό από εκείνο των απαντήσεων.
Η ζωή της οικογένειας αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη επειδή το εξωτερικό περιβάλλον εισβάλλει στην κανονικότητά της. Πιστεύετε ότι οι αναγνώστες θα οδηγηθούν σε αναλογίες με τα απολυταρχικά καθεστώτα ή, γιατί όχι, με τη σημερινή Ουκρανία;
Νομίζω ναι. Και είχα ήδη μηνύματα από αναγνώστες που μου έλεγαν πώς το βιβλίο άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουν τις ειδήσεις. Νομίζω, δηλαδή, πως μπορούν να αφαιρέσουν τα φίλτρα που συνήθως βάζουμε μπροστά από τα γεγονότα του πολέμου. Eχουμε βομβαρδιστεί από τις εικόνες και το θέαμα, ώστε να μην αισθανόμαστε πλέον αυτό που βλέπουμε. Η μυθοπλασία μπορεί να μας το ξαναδώσει αυτό. Να υπερβεί τις γραμμές άμυνας και να φέρει τον αναγνώστη πιο κοντά σ’ αυτό που συμβαίνει. Είναι μια μηχανή της κατανόησης και της συμπάθειας. Αυτή είναι η βασική αποστολή της.
Μία από τις λέξεις της χρονιάς για το 2022 ήταν η «μονιμοκρίση». Μία λέξη που μπορεί να την καθρεφτίζει είναι το «μονιμοθέαμα», που μόλις αναφέρατε. Πώς μπορεί να ανταγωνιστεί το μυθιστόρημα αυτή τη διάχυση εικόνων και τη διάσπαση προσοχής;
Είναι το ερώτημα που σκέφτομαι επί χρόνια. Ο Ντον ΝτεΛίλο ασχολήθηκε με αυτό στο «Μάο ΙΙ» και νομίζω ότι η απάντηση που δίνει είναι η απάντηση της ηττοπάθειας: ότι ο μυθιστοριογράφος που ψιθυρίζει στο αφτί του αναγνώστη δεν μπορεί να ανταγωνιστεί το «μονιμοθέαμα» – μ’ αρέσει αυτή η λέξη.
Σκέφτομαι όμως ότι την ίδια στιγμή πρέπει να δοκιμάσω τα όρια του μυθιστορήματος ακριβώς σ’ αυτό το επίπεδο. Να σπρώξω το έργο σε μια βαθύτερη περιοχή, μακριά από τις προσδοκίες ή τις συνήθειες της μεσοαστικής παράδοσης. Να μεταφέρω τον αναγνώστη στις εσχατιές, αλλά με σωστή τεχνοτροπία.
Ο Βιργίλιος στέκεται μαζί με τον Δάντη στην Κόλαση κι εγώ πρέπει να είμαι ένας Βιργίλιος την ώρα της περιήγησης των αναγνωστών. Αυτό που ψιθυρίζω στο αφτί τους πρέπει να είναι όμορφο όσο τους ζητάω να δώσουν προσοχή στην πραγματικότητα.
Ποιο είναι το μεγάλο μάθημα από τους μοντερνιστές όσον αφορά τη γλώσσα; Φαίνεται ότι δείξατε ιδιαίτερη προσοχή ώστε οι προτάσεις να έχουν «εσωτερική μουσική».
Οταν είσαι σύγχρονος συγγραφέας πρέπει να κουβαλάς μαζί σου όλες τις μορφές λόγου που προϋπήρξαν και να τις παρουσιάζεις ως κάτι καινούργιο. Κουβαλάω, λοιπόν, μαζί μου τους αρχαίους Ελληνες, τον Σαίξπηρ, τους Ρομαντικούς, τους Μοντερνιστές και τους Μεταμοντερνιστές. Μία πτυχή αυτού είναι ό,τι αποκαλώ «εσωτερική φωνή»: αυτή που δεν προέρχεται από την καθομιλουμένη, τυπική γλώσσα, αλλά από το «δαιμόνιο» της γλώσσας, για να χρησιμοποιήσω μια σωκρατική έννοια. Αυτό κάνει ένα μυθιστόρημα μοναδικό και παρέχει πολλαπλά στρώματα ανάγνωσης.
Η επιλογή της μητέρας ως βασικής φωνής ήταν επιλογή σας από την πρώτη στιγμή;
Οι χαρακτήρες μοιάζουν να έρχονται στη διάρκεια της συγγραφής και όχι να τους εφευρίσκω με ορθολογικό τρόπο. Κάποια στιγμή αισθάνεσαι ότι το ερέθισμα που έχεις στο μυαλό πρέπει να πάρει μορφή στη σελίδα. Η Εϊλις έφτασε σχεδόν ολοκληρωμένη ως χαρακτήρας. Αρχικά σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να έχω πολλές φωνές να αφηγούνται, αλλά μετά αποφάσισα ότι πρέπει να είναι η Εϊλις. Υπάρχει ένα δεύτερο στρώμα, λοιπόν, για το πώς η μητρότητα και η θηλυκότητα συγκρατούν αυτό τον κόσμο και του δίνουν ενέργεια – ενώ οι άντρες τον καταστρέφουν.
Ποια ήταν τα πρώτα βιβλία που αγαπήσατε ως έφηβος;
Οταν ήμουν 11 ετών, οι γονείς μου συμφώνησαν να περνάω κάποιες ώρες σε ένα τοπικό βιβλιοπωλείο, επειδή διάβαζα τα πάντα. Ηταν η περίοδος που ανακάλυπτα τα βιβλία του Τζακ Χίγκινς (σ.σ.: συγγραφέας δημοφιλών θρίλερ και κατασκοπικών έργων). Αλλά στο σχολείο έφτασε η στιγμή που διάβασα για πρώτη φορά τον «Δήμαρχο του Κάστερμπριτζ» του Τόμας Χάρντι και αυτό ήταν: το βιβλίο με κέρδισε για πάντα. Μέχρι σήμερα θυμάμαι να κλαίω πάνω στο κρεβάτι. Ηταν η περίοδος πάντως που ανακάλυπτα παράλληλα την ποίηση του Τ.Σ. Ελιοτ, του Τζέραρντ Μάνλεϊ Χόπκινς, του Γέιτς.
Και οι συγγραφείς που σας βοηθάνε να μελετάτε το μυθιστόρημα ως μορφή τέχνης;
Υπάρχει ένας διάλογος ανάμεσα σε ορισμένους συγγραφείς, τον οποίο δεν έχω σταματήσει να παρακολουθώ. Θα έλεγα τον Μέλβιλ, τον Ντοστογέφσκι, τον Κόνραντ, τον Φόκνερ, τον Γουλφ, τον ΜακΚάρθι. Δημιουργοί που υπηρετούν αυτό που ονομάζω «κοσμικό ρεαλισμό»: έχουν ευρεία εποπτεία για το τι είναι το πραγματικό. Υπάρχει μια αίσθηση του κόσμου στα έργα τους και της κλίμακας που κατέχει ο άνθρωπος μέσα σε αυτόν. Είναι οι «μεταφυσικοί» της λογοτεχνίας.
Μεγάλο μέρος της δράσης μέσα στο «Prophet song» συμβαίνει πίσω από κλειστές πόρτες, σε διαδρόμους, νοσοκομεία, ακόμη κι ένα νεκροτομείο. Πού αντιστοιχεί αυτή η ισχυρή δόση «κλειστοφοβίας»;
Ο κόσμος στον οποίο βρίσκεται η Εϊλις είναι περίκλειστος. Δεν γνωρίζει τον εξωτερικό εναντίον του οποίου μάχεται και αντιστέκεται. Εκείνοι, οι άλλοι, βρίσκουν ένα σωρό τρόπους για να την «αφοπλίσουν» και να την ξεγελάσουν. Επρεπε, λοιπόν, να υποδηλωθεί αυτό το κλειστοφοβικό κλίμα στην ατμόσφαιρα. Η γλώσσα έπρεπε να προκαλεί την αίσθηση ότι η ηρωίδα δεν μπορεί να στραφεί πουθενά, δεν βρίσκει ανοιχτό χώρο, τα όρια είναι πεπερασμένα. Και ο ίδιος ο αναγνώστης έπρεπε να νιώθει σαν να είναι εγκλωβισμένος.
Γράφετε κάπου ότι η Εϊλις βρέθηκε «σε ένα μέρος όπου δεν υπήρχε καθόλου χώρος».
Ναι, η Εϊλις είναι προσωρινά άπατρις, μένει χωρίς εστία. Δεν μπορεί να μείνει στο σπίτι όπου ζούσε και δεν μπορεί να αποδεχθεί το μέρος που της απέμεινε. Είναι μια άστεγη, κατά μία έννοια. Κάτι που όλοι μπορεί να αντιμετωπίζουμε στη ζωή μας σε διαφορετικές έστω καταστάσεις: να βρεθούμε κάπου που δεν είχαμε επιλέξει. Στο κενό, χωρίς αναφορές, μέσα σε ένα διαρκές σοκ. Πιστεύουμε ότι η ζωή μας προσδιορίζεται από την κανονικότητα, αλλά ορίζεται μάλλον από τα απανωτά σοκ που βιώνουμε. Και από τον τρόπο που διαχειριζόμαστε τις ανατροπές στη ζωή μας.
Το βιβλίο σας κυκλοφόρησε από τον ανεξάρτητο οίκο «One world», που έχει δώσει αρκετά βραβευμένα μυθιστορήματα στο παρελθόν. Είναι δύσκολο να είσαι νέος συγγραφέας στην Ιρλανδία; Μπορείς να ζήσεις από αυτό;
Θα έλεγα ότι είναι μια πρόκληση. Πρέπει να είσαι καλός για να εκδώσουν το βιβλίο σου. Αλλά παρατηρώ ότι υπάρχει εσχάτως μεγάλη όρεξη για ιρλανδικά μυθιστορήματα. Μια σημαντική βοήθεια που έχουμε είναι το Συμβούλιο Τεχνών της Ιρλανδίας, που χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση.
Βοηθάει πολύ τους συγγραφείς και εγώ προσωπικά αισθάνομαι ότι έχω ωφεληθεί – μέσω εκδόσεων ή residencies. Παράλληλα ισχύει η απαλλαγή φόρου για το εισόδημα των συγγραφέων μέχρι τις 50.000 ευρώ.
Φυσικά ισχύει ο κανόνας ότι ως συγγραφέας μπορείς να βγάλεις λεφτά σε έναν χρόνο και να περιμένεις ύστερα για μία πενταετία. Προσωπικά, προσπαθώ να μείνω πιστός στο γράψιμο και να ζω από αυτό, επειδή νιώθω ότι αυτό είναι και επαγγελματικά σωστό: πρέπει να ξυπνάς το πρωί και να νιώθεις τον φόβο στα σωθικά σου. Οφείλεις να δώσεις τον καλύτερό σου εαυτό στο βιβλίο που γράφεις, αλλιώς δεν θα επιβιώσεις. Κάθε μυθιστόρημα πρέπει να σε απομακρύνει από την ασφάλεια. Δεν θέλω να επαναλαμβάνομαι, πρέπει να σπρώχνω το κάθε έργο λίγο πιο μακριά.
Επικοινωνούν μεταξύ τους τα βιβλία διαφορετικών εποχών;
Οταν διαβάζω τον Σοφοκλή – ας πάρουμε αυτό το παράδειγμα – υπάρχει εκεί μία αλήθεια για τον αγώνα του ανθρώπου μέσα στον κόσμο που φτάνει αυτούσια στον δικό μου κόσμο ύστερα από 2.000 χρόνια. Αυτό οφείλω να κυνηγάω: τις βαθύτερες αλήθειες που αναζητάει η μεγάλη λογοτεχνία.
Είναι φυσικά πολύ δύσκολο, αλλά είναι το μόνο που αξίζει σ’ αυτή την περιπέτεια.