Μία ζώσα επέτειος

Το 2024 θα είναι μια χρονιά πολλών επετείων. Πενήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση, πενήντα από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και ογδόντα από τα Δεκεμβριανά. Δηλαδή, από τα Δεκεμβριανά έως τη Μεταπολίτευση είχαν περάσει μόνο 30 χρόνια. Τριάντα χρόνια μεστής ιστορίας όμως. Ενας άνθρωπος που ήταν παιδί το 1944 και είχε έστω και αποσπασματικές αναμνήσεις από τα Δεκεμβριανά, στη Μεταπολίτευση δεν θα ήταν ούτε σαράντα χρόνων. Και είχε ήδη ζήσει μια ολική μεταμόρφωση της χώρας. Τουλάχιστον ως προς την εικόνα της. Την Ελλάδα του 1974 που προσπαθούσε να δείχνει μια ευρωπαϊκή έστω και κωμόπολη, έμοιαζε να την χωρίζει από την πληγωμένη, κατεστραμμένη, πάμφτωχη  και ακόμη αιμάσσουσα χώρα του 1944, μια πραγματικότητα. Αυτό όμως ας πούμε ότι συνέβαινε σε όλη τη μεταπολεμική Ευρώπη.

Σε αντίθεση όμως με ό,τι συνέβη σε άλλες χώρες που «περιποιήθηκαν» τις πληγές του πολέμου και προχώρησαν, εμείς, λόγω αυτού του εθνικού μαζοχισμού, τις κρατάμε ανοιχτές. Σαν τη γλώσσα που πηγαίνει αυτόματα στο πονεμένο δόντι για να το πειράξει και να επαναφέρει τον πόνο, έτσι, για να μην τον ξεχνάς. Εβδομήντα εννέα χρόνια μετά από εκείνον τον Δεκέμβριο του 1944, κουβαλάμε ακόμη τον Εμφύλιο στις πλάτες μας. Και σαν να συνηθίσαμε, συνειδητά ή ασυνείδητα, το καμπούριασμα από το βάρος. Σαν να μη θέλουμε να το βγάλουμε από πάνω μας μήπως και χάσουμε την ισορροπία μας.

Ναι, ξέρω. Το μετεμφυλιακό κλίμα και οι συνθήκες που επικράτησαν δεν επέτρεψε να ξεχασθούν τα πάθη. Οι διώξεις των νικητών εναντίον των ηττημένων εξακολουθούσαν να κρατούν τη χώρα χωρισμένη στα δύο. Τη δεκαετία του 1950 το ένα τρίτο του πληθυσμού ήταν, λόγω φακελώματος, πολίτες δεύτερης κατηγορίας και πολλοί από αυτούς εντελώς «αόρατοι». Αυτό το «…με το μίσος περνούσε ο καιρός» που γράφει ο Μάνος Ελευθερίου στην πρώτη σελίδα του μυθιστορήματός του «Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές» – το οποίο αναφέρεται στην Ελένη Παπαδάκη, θύμα του τυφλού μίσους των Δεκεμβριανών – κράτησε για πολλά χρόνια. Μετά ήρθε η χούντα που τα ισοπέδωσε όλα, βρήκε θεωρητικούς της ανάμεσα σε πρώην αριστερούς όπως τον Γεωργαλά και πετσόκοψε αξιωματικούς που πολέμησαν εναντίον του ΕΛ.ΑΣ. όπως τον Μουστακλή – αυτό συμβαίνει με τα καθεστώτα που δεν τα διέπει ιδεολογία αλλά μία απροσχημάτιστη νοοτροπία.

Και μετά ήρθε η Μεταπολίτευση. Και λίγο αργότερα η αναγνώριση, από τον Ανδρέα Παπανδρέου, της Εθνικής Αντίστασης. Αλλά ο καιρός εξακολουθούσε να περνάει με μίσος. Οι ηττημένοι έπαιρναν ρεβάνς. Και επέβαλαν στη μεταπολιτευτική Ελλάδα τη δική τους ιδεολογική κυριαρχία, εκείνο το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς» που, τελικά, κουρέλιασε ο κυβερνητικός σχηματισμός των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.

Δεκέμβρης του ’44, με μια μοτοσικλέτα του ΕΛΑΣ

Ο υπότιτλος είναι «δανεισμένος» από το «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη» του Σαββόπουλου αφού ο «ακριβός μας Διονύσης» είναι συνομήλικος με τα Δεκεμβριανά (και χρόνια του πολλά για τα προχθεσινά του γενέθλια). Κι εκείνος ο «Δεκέμβρης του ’44» είναι, κατά τη γνώμη μου, ο πιο σκληρός μήνας της ελληνικής Ιστορίας του 20ου αιώνα. Τότε που, πριν καλά καλά τελειώσει ο πόλεμος με τον εχθρό, αρχίσαμε να πολεμάμε μεταξύ μας. Με περισσότερα θύματα από τότε που πολεμούσαμε με τους κατακτητές.

Παρατηρώ όμως κάτι. Γνώρισα ανθρώπους που έζησαν τα γεγονότα της 3ης εκείνου του μήνα, που ήταν στο Σύνταγμα όταν οι πρώτες σφαίρες από το κτίριο Παπούδωφ σκόρπισαν τον θάνατο, ήταν εκεί και στις διαδηλώσεις της επόμενης μέρας. Αυτόπτες μάρτυρες, άγουρα παιδιά τότε που έπαιζαν τη ζωή τους κορώνα – γράμματα. Ελάχιστοι ζουν ακόμη. Αλλά ένα περίεργο πράγμα. Οι αυτόπτες μάρτυρες μιλούν από ελάχιστα έως καθόλου για εκείνη την ημέρα. Αυτοί που συντηρούν το μίσος, και από τις δύο πλευρές, είναι όσοι δεν τα έζησαν. Ανθρωποι που γεννήθηκαν μετά τη Μεταπολίτευση και που σκαλίζουν τον Εμφύλιο για να ανασύρουν ιδεολογικά στηρίγματα. Για να συνεχίσει με το μίσος να περνάει ο καιρός.