Από την κλασική τραγωδία του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα εμπνέεται η «Γέρμα» του Σάιμον Στόουν που ανεβαίνει σε παραγωγή του Θέατρου του Νέου Κόσμου στο Θέατρο Πόρτα σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Στην παράσταση η αφήγηση στήνεται γύρω από την αδυναμία μιας γυναίκας να τεκνοποιήσει, σε ένα φτωχό αγροτικό και συντηρητικό περιβάλλον, ρίχνοντας φως σε ένα θέμα που παραμένει διαχρονικό και συχνά σημαδεύει σχέσεις και ζωές.
«Σαν άνθρωπος και σαν ηθοποιός έχω ένα χαρακτηριστικό: μπαίνω πολύ εύκολα στη θέση του άλλου. Ταυτίζομαι σε σημείο τρέλας. Μπορεί να μου πει κάποιος κάτι που του συμβαίνει και τον απασχολεί και να στενοχωρηθώ, να με απασχολήσει και να νιώθω ότι συμβαίνει σε μένα. Είναι πολύ βασανιστικό αυτό.
Οταν διάβασα το κείμενο συγκλονίστηκα. Με άγγιξε τρομερά. Μπήκα στην ψυχολογία μιας γυναίκας που θέλει να γίνει μητέρα, έχει μητρικό ένστικτο και που το κάνει σκοπό της ζωής της αλλά δεν μπορεί. Δεν ξέρω αν έχει παίξει ρόλο που προσωπικά δεν έχω παιδιά.
Σίγουρα έπαιξε ρόλο γιατί φαντάστηκα ότι αν ήθελα να κάνω και δεν μπορούσα, θα ήταν κάτι που θα μου προκαλούσε μεγάλο πόνο, όπως και σε όλες τις γυναίκες που θέλουν και δεν μπορούν, από κάποια ηλικία και μετά, μετά τα 40, που η δουλειά έχει στρώσει, αλλά το άφηναν, το άφηναν ή δεν βρήκαν τον κατάλληλο σύντροφο, γιατί δεν είναι να γίνουμε μάνες και με όποιον να ‘ναι» αναφέρει η Μαρία Κίτσου στο «ΝΣυν», η οποία υποδύεται τον κεντρικό ρόλο.
Στην προσέγγιση του Λόρκα η Γέρμα είναι μια νεαρή αγρότισσα, μόλις έναν χρόνο παντρεμένη, η οποία ζει και αναπνέει για να γίνει μητέρα. «Ολο το έργο είναι μια ωδή στη ματαιωμένη μητρότητα. Ο σύζυγός της δεν συμμερίζεται τη λαχτάρα της, όμως η μητρότητα και αυτός ο προορισμός της γυναίκας στις συγκεκριμένες κοινωνίες είναι κάτι αυτονόητο. Η Γέρμα νιώθει την ασφυκτική πίεση από τον περίγυρό της, τη θεωρούν άχρηστη.
Κι έτσι όλα οδηγούν σε μια τραγική κατάληξη. Αλλωστε το όνομα Γέρμα σημαίνει άγονη γη.
Η γυναίκα πιστεύει πως μόνο έτσι θα ολοκληρωθεί και αυτός είναι ο ρόλος της ως γυναίκας, ως συζύγου και ανθρώπου. Μάλιστα έχει μια χαρακτηριστική συγκλονιστική ατάκα “Εχω μέσα μου αίμα για πέντε και έξι παιδιά κι αν δεν τα κάνω, το αίμα μου θα γίνει φαρμάκι”. Ο ηθικός πυρήνας είναι ότι αν δεν έχει παιδιά είναι στείρα, άτεκνη, κι όλος ο περίγυρος πιέζει. Ματαιωμένη μητρότητα λοιπόν οδηγεί τη Γέρμα του Λόρκα, όταν ο άντρας της παραδέχεται επιτέλους ότι δεν θέλει να κάνει παιδιά, στο να τον πνίξει. Εμείς έχουμε άλλο φινάλε» σημειώνει η πρωταγωνίστρια.
Blogger και φεμινίστρια
Στη σύγχρονη διασκευή του έργου η Γέρμα είναι δημοσιογράφος και blogger με μεγάλο αριθμό ακολούθων, ενώ ο άντρας της πετυχημένος επιχειρηματίας. Ο κόσμος τους, ωστόσο, δοκιμάζεται και διαλύεται λόγω της ατεκνίας. «Φαντάστηκα μια σύγχρονη γυναίκα, απελευθερωμένη, φεμινίστρια, με σταθερές σχέσεις στη ζωή της και πολύχρονες, που η δουλειά της παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στην αυτοπεποίθησή της.
Την αγαπάει πολύ, σε σημείο που από κάποια στιγμή και μετά τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά, κάνει προσωπικό ιστολόγιο, το blog της, και γράφει ακόμα και τις πιο επώδυνες, προσωπικές και ιδιαίτερες εμπειρίες της.
Υπάρχουν βέβαια διακυμάνσεις στην ψυχολογία της. Από μια σύγχρονη γυναίκα χωρίς παιδιά, της μπαίνει η ιδέα για το παιδί, ο χρόνος περνάει, αρχίζει και αγχώνεται, οδηγείται σε σπασμωδικές κινήσεις, αρχίζει και χαλάει η σχέση με τον άντρα της, με τους γύρω της, την αδερφή της, τη δουλειά της, οδηγείται στην εμμονή, στη μανία, στην τρέλα, στον θυμό, στο θόλωμα του νου και σε αυτοκαταστροφικές καταστάσεις, σε ακραίες ενέργειες δηλαδή. Ολο το έργο είναι ένα απίστευτο ψυχογράφημα της ηρωίδας» τονίζει η ηθοποιός.
Οσο κι αν έχουν αλλάξει οι καιροί και η θέση της γυναίκας στα 90 χρόνια που μεσολάβησαν από όταν πρωτοανέβηκε το πρωτότυπο έργο του Λόρκα μέχρι σήμερα, το ζήτημα της απόκτησης ή όχι παιδιών συνεχίζει να απασχολεί τα ζευγάρια.
«Η ατεκνία αφορά και σήμερα αρκετά ζευγάρια, όσο κι αν δεν είναι πλέον υποχρεωτικός για τη γυναίκα ο ρόλος της μητέρας όπως ήταν παλιότερα. Η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι στην ημερήσια διάταξη, κλάδος της επιστήμης και τρομερά κερδοφόρα βιομηχανία. Και τα καροτσάκια με τα δίδυμα είναι συνηθισμένο θέαμα στις βόλτες μας. Ομως η διαδικασία αυτή έχει το τίμημά της. Σωματικό τίμημα, ψυχολογικό, οικονομικό τίμημα για τα ζευγάρια και κυρίως για τις γυναίκες.
Γιατί υπάρχει πολύς πόνος και μοναξιά στην προσπάθεια αυτή. Ερχονται ζευγάρια στην παράσταση και λένε ότι εγώ ήθελα να είμαι στο πλευρό της γυναίκας μου και αυτή σκεφτόταν μόνο το παιδί, όχι εμένα. Το έργο του Στόουν αγγίζει πολλά ζευγάρια, πολλές γυναίκες που με κάποιον τρόπο έχουν βιώσει τέτοιες εμπειρίες. Και όπως όλα τα σπουδαία έργα, αγγίζει όλους τους ανθρώπους σαν ένα κομμάτι από την περιπέτεια που είναι η ζωή» καταλήγει η Μαρία Κίτσου.