Ο εκλιπών πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ θεωρούνταν ένας ρεαλιστής πολιτικός, δίχως ο ίδιος να το διέψευσε ποτέ.
Στις διεθνείς σχέσεις, οι θιασώτες της σχολής του ρεαλισμού -σε πολύ γενικές γραμμές- θεωρούν κρίσιμους παράγοντες στην εξήγηση της συμπεριφοράς ενός κράτους, την ισχύ του, τα συμφέροντά του, οικονομικά, στρατιωτικά κτλ. Πολλοί εξ’ αυτών έχουν το εγχειρίδιο του Μακιαβέλι «Ο ηγεμόνας» τα βράδυα στο προσκέφαλό τους .
Ο Χένρι Κίσινγκερ σίγουρα είχε διαβάσει και αξιοποιήσει εκείνα τα σημεία του Μακιαβέλι του, που δίδασκαν ότι για να κρατήσει την τάξη/εξουσία ένας πρίγκιπας «πρέπει να μάθει πώς να μην είναι καλός». Ο Μακιαβέλι πίστευε επίσης ότι οι επιτυχημένοι ηγέτες «πρέπει να έχουν διάθεση να προσαρμόζονται ανάλογα με τον άνεμο».
Ενώ, λοιπόν, εκ πρώτης όψεως, τέτοια χαρακτηριστικά δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό του «ρεαλιστή» για τον Κίσινγκερ, τελικά, ίσως από τις πλέον διασημότερες φιγούρες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, να μην ήταν και τόσο… ρεαλιστής, όπως αναφέρει με ενάργεια ένας από τους πιο γνωστούς ακαδημαϊκούς ειδικούς του Ρεαλισμού, Στήβεν Γουόλτ.
Ο καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στην έδρα Ρόμπερτ και Ρενέ Μπέλφερ στη Σχολή Τζον Φ. Κένεντι του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του στο Foreign Policy αποδομεί τις ρεαλιστικές πτυχές του Κίσινγκερ, τόσο θεωρητικά όσο κυρίως πρακτικά.
Στην θεωρία, ο Κίσινγκερ, αν και έγραψε χιλιάδες σελίδες για τη διεθνή πολιτική και την εξωτερική πολιτική, κανένα από τα βιβλία του δεν παρουσιάζει τη δική του ξεχωριστή θεωρία για τη διεθνή πολιτική με καμία λεπτομέρεια. σύμφωνα με τον Γουόλτ.
«Μπορείτε να μάθετε πολλά για το πώς συμπεριφέρονται τα κράτη από τα ογκώδη έργα του Κίσινγκερ, αλλά δεν μπορείτε να βρείτε μια ρητή δήλωση που να εξηγεί γιατί ανταγωνίζονται για την εξουσία, πόση εξουσία θέλουν ή ποιες αιτιώδεις δυνάμεις έχουν μεγαλύτερη σημασία στους υπολογισμούς των πολιτικών ηγετών. Επιπλέον, οι απόψεις του ήταν συχνά σε αντίθεση με εκείνες άλλων πιο σημαντικών ρεαλιστών» λέει χαρακτηριστικά ο Γουόλτ.
Το ίδιο φάνηκε και την πράξη. Οι περισσότεροι ρεαλιστές πίστευαν ότι τα πυρηνικά όπλα ήταν χρήσιμα μόνο για αποτροπή, για παράδειγμα, αλλά τα ποικίλα και ομολογουμένως αντιφατικά γραπτά του Κίσινγκερ για την πυρηνική στρατηγική τα απεικόνιζαν μερικές φορές ως χρήσιμα εργαλεία για να διεξάγεις πόλεμο, υποστηρίζει ο Αμερικανός διεθνολόγος.
Ο Γουόλτ μάλιστα αναφέρει εξέχοντες ρεαλιστές όπως οι George Kennan, ο Hans Morgenthau, Kenneth Waltz και Walter Lippmann οι οποίοι αντιτάχθηκαν στον πόλεμο των ΗΠΑ στο Βιετνάμ. Ενώ αυτοί οι διανοούμενοι ρεαλιστές έλεγαν όχι στον πόλεμο, πριν ακόμα ξεσηκωθεί η κοινή γνώμη, ο Κίσινγκερ τον υποστήριξε πριν μπει στην κυβέρνηση, παρατείνοντάς τον μάλιστα στη συνέχεια, ενώ γνώριζε ότι δεν μπορούσε να κερδηθεί.
Ο Γουόλυ μάλιστα μας φέρνει και σε πιο πρόσφατα γεγονότα που καθιστούν τον Κίσινγκερ το λιγότερο έναν ντεκαφαϊνέ ρεαλιστή.
«Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι ρεαλιστές ήταν από τους πιο δυνατούς επικριτές της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ, μια πολιτική που υποστήριξε ο Κίσινγκερ παρά τον αναμενόμενο αρνητικό αντίκτυπό της στις σχέσεις με τη Ρωσία. Και οι περισσότεροι ρεαλιστές αναγνώρισαν ότι ο πόλεμος με το Ιράκ το 2003 δεν ήταν προς το εθνικό συμφέρον των ΗΠΑ, αλλά ο Κίσινγκερ υποστήριξε τον πόλεμο πριν ξεκινήσει και για αρκετά χρόνια μετά», λέει ο Γούλτ υπενθυμίζοντας την οξυδερκή δήλωση του Έντουαρντ Λους για την καριέρα του Κίσινγκερ, «Ήταν ρεαλιστής όταν έπρεπε και νεοσυντηρητικός όταν άλλαζαν οι άνεμοι».