Πειραματικό εμφύτευμα που συνδέεται στον εγκέφαλο με ηλεκτρόδια προσφέρει θεαματική βελτίωση των γνωσιακών ικανοτήτων έπειτα από τραυματική εγκεφαλική βλάβη, δείχνουν οι δοκιμές στους πρώτους πέντε ασθενείς.
Εφόσον τα αποτελέσματα είναι θετικά και στις επόμενες κλινικές μελέτες, η τεχνική θα μπορούσε να γίνει η πρώτη αποτελεσματική θεραπεία για τη χρόνια εγκεφαλική βλάβη, αναφέρουν στην επιθεώρηση Nature Medicine οι ερευνητές που την επινόησαν.
«H βελτίωση άλλαξε τη ζωή ορισμένων από τους συμμετέχοντες» σχολίασε στον δικτυακό τόπο του Nature ο Τζέιμι Χέντερσον, νευροχειρουργός του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ και επικεφαλής της μελέτης.
Η ελπίδα ήταν ότι η διέγερση των θαλάμων θα ενθάρρυνε τον σχηματισμό νέων νευρικών συνδέσεων
Η μέθοδος της «εν τω βάθει εγκεφαλικής διέγερσης» (DBS) με χρήση εμφυτεύσιμων ηλεκτροδίων χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια στην αντιμετώπιση παθήσεων όπως η κατάθλιψη, η δυστονία ή η νόσος του Πάρκινσον.
Η νέα μελέτη είναι η πρώτη που εφαρμόζει DBS για την αντιμετώπιση τραυματισμών στον εγκέφαλο. Η συσκευή δοκιμάστηκε σε πέντε ασθενείς, δύο έως 18 χρόνια μετά τον τραυματισμό τους, και προσέφερε βελτίωση των γνωσιακών επιδόσεών τους κατά 15 έως 52 τοις εκατό.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι τραυματικές εγκεφαλικές βλάβες επηρεάζουν τον θάλαμο, μια δομή κοντά στο κέντρο κάθε εγκεφαλικού ημισφαιρίου που παίζει ρόλο στη λήψη αποφάσεων, την προσοχή και την εργασιακή μνήμη, μεταξύ άλλων.
Η ομάδα του Τζέιμι Χέντερσον, στην Καλιφόρνια, ήθελε να εξετάσει αν η ηλεκτρική διέγερση του θαλάμου με DBS θα βοηθούσε τους ασθενείς να εστιάζουν καλύτερα τις γνωσιακές ικανότητές τους.
Μετά την χειρουργική επέμβαση για την τοποθέτηση ηλεκτροδίων στους θαλάμους των δύο εγκεφαλικών ημισφαιρίων, το εμφύτευμα ρυθμίστηκε και προγραμματίστηκε να ενεργοποιείται για 12 ώρες την ημέρα επί τρεις μήνες.
Η ελπίδα ήταν ότι η διέγερση των θαλάμων με ηλεκτρικό ρεύμα συχνότητας 150-185 Hz θα ενθάρρυνε τον σχηματισμό νέων νευρικών συνδέσεων και την επιδιόρθωση βλαβών σε νευρώνες.
Τρεις μήνες μετά την ενεργοποίηση του εμφυτεύματος, οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε τεστ που εξετάζουν την ικανότητα εναλλαγής εργασιών, την προσοχή και την εργασιακή μνήμη.
Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, οι ασθενείς εμφάνισαν μέση βελτίωση 31% στα τεστ προσοχής και 32% στην ταχύτητα επεξεργασίας, συγκριτικά με τις επιδόσεις τος πριν από το χειρουργείο.
Οι ερευνητές σκοπεύουν τώρα να πραγματοποιήσουν μεγαλύτερες κλινικές μελέτες, ενώ άλλες ερευνητικές ομάδες σχεδιάζουν να δοκιμάσουν τη μέθοδο διεγείροντας διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου.