Η επίκληση του νέου είναι στοιχείο που συχνά εμφανίζεται στο λεξιλόγιο των πολιτικών ρευμάτων που διεκδικούν να αναφέρονται στην Αριστερά. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ίσως η διάχυτη διεθνώς χρήση του όρου «Νέα Αριστερά» στη δεκαετία του 1960 ως (αυτο)προσδιορισμός των διαφόρων ρευμάτων που σχετίστηκαν με τη δυναμική που μπορεί να περιγραφεί ως το «Παγκόσμιο 1968». Το παράδοξο βεβαίως ήταν ότι συχνά τα ρεύματα αυτά διεκδίκησαν να αποτελούν και ένα είδος επιστροφής σε μια πιο αυθεντική εκδοχή επαναστατικής πολιτικής ή σε μια μαρξιστική ορθοδοξία.
Σε κάθε περίπτωση άφησαν το χνάρι και εν τέλει –ανεξαρτήτως της κρίσης που τους προκάλεσε ότι το κεντρικό τους αίτημα παρέμεινε αδικαίωτο– αποτέλεσαν παράγοντα ανανέωσης του πεδίου της αριστερής πολιτικής.
Ωστόσο, στην ελληνική περίπτωση η επιστροφή στην έννοια μιας νέας Αριστεράς πολύ περισσότερο παραπέμπει στην πολιτική αμηχανία παρά στη στρατηγική ανανέωση. Ιδίως όταν ο πυρήνας της είναι η διεκδίκηση μιας ταυτότητας, αυτή που συνδέθηκε με την πρώτη ελληνική εκδοχή «κυβερνώσας Αριστεράς», χωρίς την κριτική επερώτηση του πυρήνα της αντίφασης που τη σφραγίζει, δηλαδή της αντίφασης ανάμεσα σε μια ριζοσπαστική πολιτική ρητορική και την πραγματικότητα μιας κυβερνητικής πρακτικής που αποτύπωνε πλήρη συμμόρφωση με μια ιδιαίτερα επιθετική εκδοχή νεοφιλελευθερισμού με ψήγματα «κοινωνικού προσώπου».
Βεβαίως θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι το «νέο» αποτελεί μετωνυμία για τη διαφοροποίηση από τον μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ σε κάτι που πλέον και ρητορικά ακόμη αποκόπτεται από όσα όρισαν ιστορικά την αριστερή ταυτότητα, μόνο και πάλι αυτό προσπερνά ότι αυτό που μέτρησε για την αποστασιοποίηση σημαντικού μέρους των λαϊκών στρωμάτων δεν ήταν η ταυτότητα αλλά η πράξη. Αυτό δείχνει και το βασικό πεδίο όπου θα κριθεί η ικανότητα οποιουδήποτε πολιτικού σχηματισμού να συνεισφέρει κάτι «νέο»: το εάν θα μπορέσει να διαμορφώσει εναλλακτική στη σημερινή συνθήκη βαθιάς κρίσης με αφετηρία τις διεκδικήσεις, την εμπειρία και τη συλλογική ευστροφία των λαϊκών τάξεων.