Είχε πάει στο φεστιβάλ Supernova στο Ισραήλ για να διασκεδάσει, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα ακολουθούσε. Ο λόγος για την Βλάντα Πατάποβ, μία νεαρή Ουκρανή μητέρα ενός παιδιού που έτυχε να βρεθεί στο μουσικό φεστιβάλ της 7ης Οκτωβρίου που έγινε ο τάφος εκατοντάδων αθώων ψυχών από τους μαχητές της Χαμάς που με μανιά σφαγίασαν, πυροβόλησαν και απήγαγαν δεκάδες ανθρώπους.
Η Βλάντα Πατάποβ στάθηκε τυχερή εκείνη την ημέρα, καθώς κατάφερε μεν να γλιτώσει της ζωή της, αλλά με τεράστιο ψυχικό κόστος. Είδε μπροστά στα μάτια της φίλους να πυροβολούνται και να σκοτώνονται, με την ίδια όμως να μπορεί να κάνει τίποτα απολύτως για να τους βοηθήσει. Όσο κυνικό κι αν ακούγεται, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τους εγκαταλείψει και να τρέξει μακριά για να γλιτώσει τουλάχιστον τη δική της ζωή. Έπρεπε να περάσουν σχεδόν 24 ώρες για να μπορέσει επιτέλους να αγκαλιάσει την τρίχρονη κόρη της Ρόμι στην ασφάλεια του σπιτιού της.
Στα βίντεο που είχαν δημοσιευθεί από την ημέρα της σφαγής, στο οποίος αμέτρητοι νέοι καταγράφονται να τρέχουν μες στην έρημο για να κρυφτούν, η 25χρονη Βλάντα φορούσε ένα κόκκινο σάλι. Από τότε έμεινε γνωστή ως η «γυναίκα με τα κόκκινα» που για βδομάδες ο κόσμος δεν ήξερε τι της είχε συμβεί, αναρωτιώντουσαν αν υπήρξε ακόμη ένα θύμα της αιματοβαμμένης επίθεσης ή αν κατάφερε να σωθεί.
Δύο μήνες μετά την φρίκη στο φεστιβάλ Supernova, αποδείχθηκε ότι η Βλάντα Πατάποβ είναι τελικά ζωντανή και εξιστόρησε την φρικτή περιπέτεια στη βρετανική MailOnline.
Η Βλάντα περιέγραψε: «Δεν έχω μιλήσει για αυτό που συνέβη πραγματικά σε κανέναν, εξακολουθεί να είναι πολύ οδυνηρό για μένα, έχω μοιραστεί με την οικογένειά μου τη φρίκη εκείνης της ημέρας και ακόμα ευχαριστώ τον Θεό κάθε πρωί που είμαι ακόμα ζωντανή. Μερικές φορές νιώθω ένοχη που επέζησα και που άλλοι δεν τα κατάφεραν, ενώ για μένα ο εφιάλτης διήρκεσε μόλις 18 ώρες, την ώρα που για πολλούς ο πόνος συνεχίζεται. Και ακόμα σκέφτομαι τους ομήρους στη Γάζα. Δεν πρέπει να τους ξεχνάμε».
«Το περίεργο είναι ότι δεν ήθελα να πάω στο φεστιβάλ. Ήταν απλώς μία απόφαση της τελευταίας στιγμής. Ο Μάταν (σημ.: σύντροφος) αγόρασε μερικά εισιτήρια και πήγαμε με έναν φίλο, αλλά ένιωθα ότι κάτι δεν θα πήγαινε καλά, όταν φύγαμε το απόγευμα της Παρασκευής. Η Ρόμι εκείνη την ημέρα ήταν τόσο ασυνήθιστα ήσυχη, δεν έκανε θόρυβο παίζοντας με τα παιχνίδια της αλλά παρέμενε ακίνητη. Τώρα είμαι σίγουρη ότι γνώριζε ότι κάτι τρομερό θα συνέβαινε».
Αφού έφτασαν στο χώρο του φεστιβάλ στο Re’im το βράδυ της Παρασκευής (την προηγούμενη μέρα), σε απόσταση μόλις ενάμιση μίλι από τα σύνορα με τη Γάζα, η Βλάντα, ο Ματάν και η φίλη τους Μάι πέρασαν εκεί τη νύχτα. Η Βλάντα όμως είχε ένα αρνητικό συναίσθημα.
«Θυμάμαι ότι η ατμόσφαιρα ήταν πολύ περίεργη, ο κόσμος διασκέδαζε και χόρευε, αλλά εγώ δεν είχα ενέργεια και δεν χόρευα τόσο πολύ όσο συνήθως όταν πηγαίνω σε αντίστοιχα φεστιβάλ. Ήταν γύρω στις 3 το πρωί και ξάπλωσα στο χαλάκι για να κοιμηθώ. Σκέφτηκα τότε ότι ήταν παράξενο να υπάρχει ένα φεστιβάλ τόσο κοντά στα σύνορα με τη Γάζα και να έρχονται ρουκέτες κάθε τόσο, αλλά σκέφτηκα ότι οι διοργανωτές ήξεραν ότι είναι ασφαλές αλλιώς δεν θα πραγματοποιούσαν το φεστιβάλ σε ένα τέτοιο σημείο».
Λίγες ώρες αργότερα όμως, στις 6:30 το πρωί του Σαββάτου, το κακό προαίσθημα της Βλάντα αποδείχθηκε αληθινό, καθώς την ξύπνησε ο συναγερμός αεροπορικής επιδρομής που ήχησε από το κινητό της τηλέφωνο.
«Έψαξα για τον Ματάν και την Μάι και άρχισα να ακούω πυροβολισμούς. Ήταν δυνατοί και πολύ κοντά μας. Για λίγα δευτερόλεπτα δεν ήξερα τι συνέβαινε και μετά ο Ματάν φώναξε ότι έπρεπε να τρέξουμε προς το αυτοκίνητο. Οι πύραυλοι άρχισαν να πλησιάζουν και το όλοι πανικοβλήθηκαν, ο εκφωνητής είπε να εκκενώσουν όλοι την περιοχή και άρχισαν να τρέχουν προς τα αυτοκίνητά τους. Πιστεύω ότι στην αρχή όλοι τους νόμιζαν ότι ήταν απλώς μία από αυτές τις συνηθισμένες επιθέσεις με ρουκέτες από τη Γάζα. Ύστερα συνειδητοποιήσαμε ότι επρόκειτο για μια κανονική εισβολή και ότι αυτοί οι τρομοκράτες ήθελαν να μας σκοτώσουν. Αλλά ακόμη και τώρα δεν καταλαβαίνω γιατί, ήταν απλώς ένα μουσικό φεστιβάλ, ήταν ειρηνικό, οι άνθρωποι χόρευαν και ήρθαν και δολοφόνησαν αμάχους, μερικούς από τους φίλους μου, και για ποιο λόγο;».
Στη συνέχεια, η 25χρονη μιλά για το πώς προσπάθησαν να αποδράσουν από το σημείο με το αυτοκίνητό τους: «Όλοι κόρναραν, εγώ ήμουν στη θέση του συνοδηγού και ο Μάταν οδηγούσε με την Μάι να κάθεται πίσω, και μετά είδαμε έναν άνδρα να πετάγεται μπροστά μας φορώντας στρατιωτική στολή. Πιστεύαμε ότι ήταν Ισραηλινός στρατιώτης και ότι θα ήμασταν εντάξει, μετά ξεπήδησε ένας άλλος τύπος από πιο μπροστά και ο στρατιώτης, που ξέρω τώρα ότι ήταν τρομοκράτης, τον πυροβόλησε. Όλοι σκύψαμε χαμηλά και οι σφαίρες άρχισαν να χτυπούν τα αυτοκίνητα γύρω μας, αλλά, δεν ξέρω πώς, δεν χτυπηθήκαμε και ο Ματάν κατάφερε να κάνει αναστροφή και να προσπαθήσει να βγει από την άλλη πλευρά».
«Επικρατούσε απλώς ένα χάος, υπήρχαν εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα παντού. Καταφέραμε να φτάσουμε σε ένα καταφύγιο κατά μήκος του δρόμου, όπου ένας αστυνομικός μας φώναζε να συνεχίσουμε να οδηγούμε προς τα ανατολικά αν θέλαμε να μείνουμε ζωντανοί. Ο Μάταν συνέχισε να οδηγεί, αλλά δεν φτάσαμε μακριά και μετά είδαμε τρομοκράτες με αυτοκίνητα, ποδήλατα και φορτηγά να κατευθύνονται προς το μέρος μας, να πυροβολούν, έτσι προσπαθήσαμε να διασχίσουμε το γήπεδο, αλλά κολλήσαμε και βγήκαμε όλοι και ξεκινήσαμε να τρέχουμε για τη ζωή μας».
Σε αυτό το σημείο της συνέντευξης, η Βλάντα κλαίγοντας ανέφερε πως τότε ήταν που χωρίστηκε από τον σύντροφό της και ένιωσε χαμένη: «Εδώ χώρισα από τον Ματάν και δεν ήξερα πού πήγε. Άρχισα να τρέχω με την Μάι και φτάσαμε σε μερικά δέντρα και κλαίγαμε και οι δύο. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε ή πού να πάμε και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν η κόρη μου, η Ρόμι. Συνέχισα να βλέπω το πρόσωπό της και σκέφτηκα ότι κάποιος έπρεπε να επιβιώσει για εκείνη. Έτσι και εγώ και η Μάι αρχίσαμε να τρέχουμε ξανά, και τότε με βλέπετε στο βίντεο να μπαίνω στο αυτοκίνητο του αγγέλου μου, ενός άντρα που ονομαζόταν Yosef Ben Avu, ο οποίος σταμάτησε και μας είπε να μπούμε μέσα. Μπήκαμε και όλη την ώρα πυροβολούσαμε. Ήμασταν οκτώ στο αυτοκίνητο, ήταν ένα Kia Picanto και ήμασταν όλοι ο ένας πάνω στον άλλο. Τηλεφώνησα στον Ματάν και του είπα ότι ήμουν καλά και είπε ότι επίσης σταμάτησε κάποιος και τον πήρε και ότι ήταν κι αυτός ασφαλής».
Η Βλάντα και η Μαί έφτασαν τελικά στην ασφάλεια μιας στρατιωτικής βάσης στο Tze’elim, ενώ ο Ματάν βρήκε καταφύγιο στο Orim, περίπου 20 λεπτά πιο μακριά: «Ο εφιάλτης είχε διάρκεια τριών ωρών, αλλά πέρασε τόσο γρήγορα. Το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου χρόνου, περίμενα στη βάση πριν έρθουν να με πάρουν και καταφέρω να επιστρέψω σπίτι και να δω τη Ρόμι, και της έδωσα τη μεγαλύτερη αγκαλιά που έχω δώσει ποτέ στη ζωή μου».
Η εικόνα της 25χρονης Βλάντα Πατάποβ, της «γυναίκας με τα κόκκινα στη σφαγή της 7ης Οκτωβρίου», να δραπετεύει για να σώσει τη ζωή της έκανε τον γύρο του κόσμου.