Το πραγματικό ναυάγιο
Είναι λίγες οι φορές που η μυθοπλασία αποτυπώνει τόσο αληθινά την πραγματικότητα. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει στη σειρά του Mega «Το Ναυάγιο» – δεν είναι τυχαίο που οι τηλεθεατές το έχουν αναδείξει στο πιο δημοφιλές νέο σίριαλ της φετινής σεζόν. Βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Σπύρου Πετρουλάκη αναφέρεται στο ναυάγιο στη Φλακονέρα, αυτό είναι ο καμβάς πάνω στον οποίον αναπτύσσονται οι ιστορίες των ηρώων που, σε τέτοιες ναυτικές τραγωδίες, χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες.
Τρεις ξεχωριστές κατηγορίες – αυτοί που επέζησαν, οι συγγενείς αυτών που πνίγηκαν αλλά και οι συγγενείς αυτών που τα σώματά τους δεν βρέθηκαν ποτέ και πάντα ελπίζουν το αδύνατον – που όμως ενώνονται σε μια συνθήκη ζωής και θανάτου. Και συγκροτούν μία ανθρωπογεωγραφία που στις ναυτικές κοινωνίες παίρνει τις διαστάσεις του μύθου. Θυμάμαι, για παράδειγμα, στη Σύρο, μικρά παιδιά να μιλάνε για το ναυάγιο από το οποίο σώθηκε, πριν από πενήντα χρόνια, ο παππούς τους. Και εμείς τα υπόλοιπα, να τα ακούμε εκστατικά λες και είναι αυτά τα ίδια οι ναυαγοί.
Σήμερα ωστόσο είναι η επέτειος του πραγματικού ναυαγίου. Που, ως προς τις συνθήκες και την επικοινωνιακή διαχείριση, δεν διαφέρει σε τίποτα απολύτως απ’ όσα έχουμε δει στην τηλεόραση. Τόσο που, κάποια αποσπάσματα της σειράς, θα μπορούσε να είναι το υλικό ενός εξαιρετικού δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ.
Εχω αποσπασματικές μνήμες από το εφέ της είδησης του ναυαγίου που τότε πέρασε στη συλλογική συνείδηση ως «Φαλκονέρα». Θυμάμαι, για παράδειγμα, ότι το όνομα της βραχονησίδας ταυτίστηκε στο παιδικό μυαλό μου με ένα θαλάσσιο τέρας – για χρόνια νόμιζα ότι κάτι τέτοιο ήταν η Φαλκονέρα. Σαν να θυμάμαι και πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, κυρίως τις φωτογραφίες των συγγενών έξω από νοσοκομεία και τα γραφεία της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Εκείνος ο αταβιστικός, λόγω της νησιωτικής μου καταγωγής, φόβος του ναυαγίου έπαιρνε, μπροστά στα μάτια μου, εικόνα. Αυτήν της απελπισίας. Εκτοτε επανέρχομαι – και ως δημοσιογράφος – σε αυτήν την ιστορία για να διαπιστώσω κάτι που, πλέον, γνωρίζω καλά. Οτι τη θάλασσα, όταν τη σέβεσαι, σε σέβεται. Οταν της βγάζεις τη γλώσσα, προλαβαίνει και σε καταπίνει εκείνη.
Το χρονικό
Εκείνο το βράδυ της 7ης Δεκεμβρίου 1966, στο λιμάνι της Σούδας, οι υπεύθυνοι του «Ηράκλειον» νόμισαν ότι μπορούσαν να κοροϊδέψουν τη θάλασσα. Πρώτα απ’ όλα το πρώην δεξαμενόπλοιο που δύο χρόνια νωρίτερα είχε μετατραπεί από την εταιρεία των αδελφών Τυπάλδου σε οχηματαγωγό, ταξίδευε με προσωρινή άδεια δρομολόγησης καθώς, λόγω της βιαστικής μετατροπής, δεν εκπληρούσε τις προϋποθέσεις. Αλλά τον Νοέμβριο του 1966 οι υπεύθυνοι αρνήθηκαν να υπογράψουν ακόμη και την προσωρινή άδεια. Ετσι, μετά το ναυάγιο, οι εφημερίδες «έδειχναν» τον υπουργό Ναυτιλίας Ισίδωρο Μαυριδόγλου ως εκείνον που έδωσε μια παράτυπη, ιδιόγραφη άδεια απόπλου.
Το πλοίο απέπλευσε με καθυστέρηση καθώς περίμενε ένα φορτηγό ψυγείο με πορτοκάλια που φορτώθηκε βιαστικά, σε λάθος θέση και χωρίς να ασφαλιστεί η μπουκαπόρτα με όλους τους πείρους της. Οταν ανοίχτηκε στο Μυρτώον, τα μποφόρ έφθασαν τα δέκα. Ο καπετάνιος όμως δεν έκοψε ταχύτητα για να επιβεβαιώσει τη διαφήμιση της εταιρείας που ήθελε το «Ηράκλειον» να είναι το πιο γρήγορο καράβι σε αυτό το δρομολόγιο. Τις πρώτες ώρες της 8ης Δεκεμβρίου, ενώ έπλεε δίπλα στη βραχονησίδα Φαλκονέρα, το δυνατό μποτζάρισμα έριξε το φορτηγό στην όχι καλά ασφαλισμένη πλαϊνή μπουκαπόρτα που έσπασε και τα νερά γέμισαν το γκαράζ.
Από το πρώτο SOS που εξέπεμψε το καράβι έως το τελευταίο πριν απ’ τη βύθισή του μεσολάβησαν μόνο εφτά λεπτά. Με απολογισμό έναν αριθμό νεκρών που ποτέ δεν διαπιστώθηκε ακριβώς. Το μόνο σίγουρο είναι ότι σώθηκαν 47 και ανασύρθηκαν 25. Τα πρώτα στοιχεία έλεγαν για 247 νεκρούς αλλά φαίνεται ότι ήταν περισσότεροι καθώς με το «Ηράκλειον» ταξίδευαν «αόρατοι άνθρωποι» όπως Ρομά και κρατούμενοι (στους οποίους, σε αντίθεση με όσα είδαμε στη μυθοπλασία, δεν έβγαλαν τις χειροπέδες ακόμη και όταν το πλοίο βυθιζόταν).
Ακαταλληλότητα πλεύσης, μη τήρηση συνθηκών ασφάλειας, παράβλεψη των καιρικών συνθηκών και, επιπλέον, πλημμελής και ανοργάνωτη διάσωση. Συμβολικές ποινές για τους υπεύθυνους και μια πόλη-φάντασμα, τα Χανιά, όπου για πολύ καιρό, ο θρήνος ήταν το μόνο που αφουγκράζονταν οι άνθρωποι.