Ο Γιον Φόσε, ο σπουδαίος νορβηγός συγγραφέας, ο οποίος πρόκειται να παραλάβει το Νομπέλ Λογοτεχνίας την Κυριακή στη Στοκχόλμη, συνηθίζει να αποφεύγει τις επαφές με τον Τύπο και τις δημόσιες εμφανίσεις. Μάλιστα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, ο 64χρονος δημιουργός απορρίπτει το 95% των αιτημάτων που δέχεται για συνεργασία. Χθες έδωσε την καθιερωμένη διάλεξη για τη λογοτεχνία στη Σουηδική Βασιλική Ακαδημία και μετά την τελετή απονομής θα απέχει από οποιαδήποτε άλλη εκδήλωση ή συνάντηση με τους δημοσιογράφους.
«Δεν μου αρέσει να εκτίθεμαι, αλλά από την άλλη πλευρά το έχω συνηθίσει. Το πρώτο μου μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1983, πριν από 40 χρόνια, και υπήρχαν μεγάλες φωτογραφίες μου στον τοπικό Τύπο του Μπέργκεν: ξαφνικά ήμουν δημόσιο πρόσωπο. Και όταν τα θεατρικά μου έργα άρχισαν να ταξιδεύουν σε όλο και περισσότερες χώρες, αυτή η πτυχή μεγάλωσε ακόμη περισσότερο. Δεν μπορώ να πω ότι μου αρέσει, αλλά έχω μάθει να ζω με αυτό. Το ρυθμίζω όσο το δυνατόν περισσότερο, απορρίπτω σχεδόν τα πάντα. Εχω πραγματικά κουραστεί από τις εκδηλώσεις, τις πρεμιέρες, τις δεξιώσεις. Προτιμώ να επιφυλάσσομαι για τις εκδηλώσεις όπου πραγματικά παίζω ρόλο. Τα υπόλοιπα τα αποφεύγω», παραδέχεται ο ίδιος δίνοντας μια αποκλειστική και σπάνια συνέντευξη στην ισπανική εφημερίδα «El Pais».
Εξηγώντας περισσότερο το σκεπτικό του, τονίζει πως «προτιμώ να ζω με τον πιο βαρετό τρόπο. Χωρίς να βλέπω κανέναν, απλά να είμαι στο σπίτι με την οικογένειά μου. Τα τελευταία χρόνια περνάω τα βράδια γράφοντας. Σηκώνομαι στις τέσσερις η ώρα και γράφω από τις πέντε ως τις εννιά. Δεν μπορώ να γράφω όλη την ώρα. Αν το κάνω, βγαίνει άσχημα, πρέπει να κάνω διαλείμματα για να ανακτήσω την ενέργειά μου, το πνεύμα μου».
Ενα τέτοιο «διάλειμμα» από το αλκοόλ χρειάστηκε να κάνει παλιότερα αφού, όπως έχει ομολογήσει ο Γιον Φόσε, για αρκετά χρόνια ήταν εθισμένος, προσπαθώντας να πνίξει το άγχος του στο κρασί. «Από την αρχαιότητα, οι Ρωμαίοι παραπονιόντουσαν για τους μεθυσμένους ποιητές που κυκλοφορούσαν. Δημιουργείται κάτι σαν σύνδεση, επειδή το αλκοόλ χαλαρώνει κάποια όρια, αν δεν το καταχραστείς. Εχω πιει πολύ στη ζωή μου, αλλά έπρεπε να σταματήσω εντελώς. Και η διακοπή δεν χάλασε καθόλου τη συγγραφή μου, το αντίθετο μάλιστα. Αρχισα να γράφω καλύτερα. Και κέρδισα χρόνο για να γράφω. Μου αρέσει να πίνω, μου αρέσει να πίνω κρασί και να κουβεντιάζω, αλλά δεν είναι καλό αν το κάνεις συχνά. Γι’ αυτό το εγκατέλειψα», εξομολογείται στην ισπανική εφημερίδα.
Ανακαλώντας τη στιγμή που η Σουηδική Βασιλική Ακαδημία τον ενημέρωσε για τη βράβευσή του με Νομπέλ, ο συγγραφέας και δραματουργός λέει ότι ξαφνιάστηκε με το τηλεφώνημα του γραμματέα Ματς Μαλμ ενώ οδηγούσε κοντά στο χωριό του. «Βρίσκομαι στη βραχεία λίστα για περίπου 10 χρόνια, στις λίστες στοιχημάτων, οπότε πολλές φορές παρακολουθούσα την ανακοίνωση, πολύ ενθουσιασμένος, στη μία το μεσημέρι… αλλά δεν ήταν για μένα. Φέτος ήμουν σίγουρος ότι δεν θα ήμουν εγώ. Ηταν μια έκπληξη», δηλώνει, πριν γίνει ξανά πολύ προσωπικός. «Οταν το έμαθα, ένιωσα χαρούμενος, ναι, πραγματικά χαρούμενος. Στη συνέχεια, φοβήθηκα επίσης λίγο, εξαιτίας όλων όσα έρχονταν στον δρόμο μου».
Ο Φόσε γράφει αδιαλείπτως εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 50 γλώσσες και διακρίνονται για ένα ιδιαίτερο ύφος που έγινε γνωστό ως «μινιμαλισμός Φόσε». «Από την αρχή υπήρχαν άνθρωποι που αγαπούσαν τη γραφή μου και άνθρωποι που τη μισούσαν. Είναι σαν τη μουσική: αν είσαι μουσικός, σου αρέσει, αλλά κάποιοι δεν μπορούν να την καταλάβουν. Ή όπως τα μαθηματικά: κάποιοι άνθρωποι είναι καλοί με τα σύμβολα και κάποιοι άλλοι όχι. Φυσικά, σε πολλούς δεν άρεσε το πρώτο μου μυθιστόρημα και με την πάροδο του χρόνου προσαρμόστηκαν στο ύφος μου», τονίζει.
Οσο για τα θεατρικά του; «Ο Λόρκα έλεγε ότι το θεατρικό έργο είναι ένα ποίημα που πατάει στα πόδια του. Και αυτή είναι η τέλεια περιγραφή αυτού που νιώθω γράφοντας ένα θεατρικό έργο. Το θέατρο δεν χρειάζεται τόση ένταση όσο ένα ποίημα, χρειάζεται και αυτό δράση, αλλά χρειάζεται αυτή την ποιητική ένταση για να λειτουργήσει. Και στην αφηγηματική μου μυθοπλασία είναι παρόμοια: το μεγάλο μου θεατρικό έργο “Septology” θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ως ένα μεγάλο πεζογράφημα. Είναι ένα μυθιστόρημα, αλλά μοιάζει επίσης με ποίημα. Και όλα αυτά εξαιτίας της μουσικής», καταλήγει ο Γιον Φόσε.