Ο τίτλος έγραφε «Χρεοκοπημένοι Γερμανοί, πουλήστε τα νησιά σας». Ο υπέρτιτλος «Οι (πρώην) χρεοκοπημένοι Ελληνες αντεπιτίθενται». Κι ο υπότιτλος «Είμαστε ήδη τόσο χρεοκοπημένοι που χρειάζεται να πουλήσουμε το Ρίγκεν ή το Ζουλτ;». Πριν από ένα δεκαήμερο η εφημερίδα «Bild» θυμήθηκε την εποχή που υποδείκνυε στην Ελλάδα να βγάλει στο σφυρί κάποια απ΄ τα νησιά της για να αποπληρώσει το αυξανόμενο χρέος της. Τη θυμήθηκε γιατί η οικονομική ατμομηχανή της ΕΕ βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια δημοσιονομική παγίδα, την οποία η ίδια έστησε στον εαυτό της, όπως παρατηρούν ξένοι αναλυτές. Το δημοσίευμα του γερμανικού ταμπλόιντ διαβάστηκε εδώ σαν αυτοτρολάρισμα.
Ωστόσο, ίσως είναι κάτι παραπάνω απ΄ αυτό, μια κι αναδεικνύει έναν σοπεναουερικό κανόνα της κανονικής ζωής που έχει εφαρμογή και στην πολιτική: εκείνον που λέει πως για να μπορέσει να πορευτεί κανείς, καλό είναι να εφοδιαστεί με μεγάλα αποθέματα και προνοητικότητας και επιείκειας.
Το άρθρο προκάλεσε ελαφρά μειδιάματα σε έλληνες αναγνώστες, αφού πλέον η Αθήνα συγκαταλέγεται στις πρωτεύουσες που πρωταγωνιστούν σε καλές οικονομικές ειδήσεις και παίρνουν τα εύσημα των οίκων αξιολόγησης. Σε αντίθεση με το Βερολίνο, το οποίο καλείται να διαχειριστεί ένα κενό της τάξης των 60 δισ. ευρώ στον γερμανικό προϋπολογισμό. Βέβαια, αυτό έχει στην ουσία προκύψει από το «φρένο χρέους» που η Γερμανία έχει ενσωματώσει στο Σύνταγμά της. Κι έτσι η τρικομματική της κυβέρνηση αναζητά τις περικοπές που θα της επιτρέψουν να σεβαστεί την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Εκ πρώτης όψεως, δηλαδή, η Γερμανία του σήμερα παρουσιάζει κάποιες ομοιότητες με την Ελλάδα της κρίσης χρέους. Πρόκειται για μια οικονομία σε ύφεση – έστω κι αν μιλάμε για ένα μέλος του G7 –, η οποία θα κληθεί να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα λιτότητας. Παρ’ όλα αυτά, το χρέος της είναι 66% του ΑΕΠ και αναμένεται να μειωθεί στο 64% το 2024, ενώ ο μέσος όρος στην ευρωζώνη είναι 90%. Της Ελλάδας πάλι, σύμφωνα με τις προβλέψεις του οίκου Fitch που της έδωσε πρόσφατα επενδυτική βαθμίδα, θα μειωθεί φέτος στο 160,8% του ΑΕΠ.
Με μια πιο προσεκτική ματιά, επομένως, εκείνο το οποίο πραγματικά ενώνει τα δύο κράτη είναι οι καταστροφικές συνέπειες που ενδέχεται να έχει για την ανάπτυξη η εμμονή σε προτεσταντικής λογικής πολιτικές αποφάσεις. Ο γερμανός υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ το έχει θέσει αρκετά παραστατικά. «Δέσαμε», είπε σχολιάζοντας το όριο του 0,35% του ΑΕΠ στον νέο δανεισμό που προβλέπεται στο γερμανικό Σύνταγμα, «μόνοι μας τα χέρια μας πίσω από την πλάτη μας και πάμε να μπούμε στο ρινγκ του μποξ να παλέψουμε» – όπου ρινγκ βλέπε το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον.
Το αυτομαστίγωμα και ο Λαφαζάνης
Στα δύσκολα για τους Ελληνες χρόνια η «Bild» είχε γράψει ανάμεσα στα δεκάδες προσβλητικά για τη χώρα τους κείμενα ένα στο οποίο ανέφερε «αν πρέπει ακόμα να βοηθήσουμε τους Ελληνες με δισεκατομμύρια ευρώ, θα πρέπει να δώσουν κάτι σε αντάλλαγμα – π.χ. μερικά από τα όμορφα νησιά τους. Σύνθημα: Παίρνεις κάρβουνο. Εμείς παίρνουμε την Κέρκυρα». Θυμίζοντάς το στο αναγνωστικό της κοινό σήμερα, παραδέχεται – με μια γενναία δόση σαρκαστικής αυτοκριτικής – ότι «δεν έλειψαν οι καλές συμβουλές από εμάς». Για να σβήσει κάθε καχυποψία απέναντι στη διάθεσή της για αυτομαστίγωμα μάλλον, φιλοξένησε και δηλώσεις του Παναγιώτη Λαφαζάνη. «Η ζωή», αποφάνθηκε ο Ελληνας που παραμένει αντιμνημονιακός και χωρίς Μνημόνιο, «είναι εκδικητική. Η Γερμανία θα βιώσει τώρα όσα επέβαλε στην Ελλάδα. Η Γερμανία απειλεί να οδηγήσει την Ευρώπη σε μια μακροχρόνια κρίση».
Η λαφαζανική προσέγγιση, όμως, ακούγεται τουλάχιστον μικρόψυχη την ώρα που η Ελλάδα συγκεντρώνει μόνο θετική δημοσιότητα για τις οικονομικές της επιδόσεις. Τα ξένα μίντια δεν κάνουν πια ρεπορτάζ και αναλύσεις για τις αλόγιστες κρατικές της δαπάνες, τα Greek statistics ή την κατηγορία σκουπιδιών στην οποία ανήκαν τα ομόλογά της. Αντίθετα, προβάλλουν τις σταθερές της προοπτικές ή τις προβλέψεις σαν αυτή της Morgan Stanley, που τη θέλουν να εμφανίζει υπερδιπλάσια του μέσου όρου της ευρωζώνης ανάπτυξη το 2024 και το 2025 εξαιτίας της αύξησης των επενδύσεων την επόμενη διετία.
Οι λιγότερο φανατικοί απ΄ τον ριζοσπάστη αριστερό διακρίνουν στην τωρινή δημοσιονομική κατάσταση της ηγέτιδας δύναμης της Ευρώπης την ειρωνεία της τύχης. Λογικό. Οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας της θα μειωθούν κι άλλο εξαιτίας του εμποδίου που η ίδια όρθωσε σε κρατικές επενδύσεις οι οποίες μπορούν να φέρουν την ανάπτυξη. Το κάρμα, όμως, την εκδικείται πιο ύπουλα. Η χώρα που έχει δουλέψει σκληρά για να φιλοτεχνήσει το προφίλ του αξιόπιστου εταίρου – κι έχει κοιτάξει με σηκωμένο φρύδι όποια δεν συμμερίστηκε αυτή τη νοοτροπία – ίσως δεν κατορθώσει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της απέναντι σε τρίτους, σε δικές της αλλά και σε ξένες βιομηχανίες. Κι αν η Γερμανία δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, πώς θα είναι στ’ αλήθεια η Γερμανία;