Ο Αλ Πατσίνο, παρά την τεράστια καριέρα του και τους αλησμόνητους ρόλους του στον «Νονό», το «Άρωμα Γυναίκας», ακόμα και το μελό χωρίς μελοδραματισμούς «Φράνκι και Τζόνι», θα είναι για τους εκατομμύρια θαυμαστές του πάντα ο «Σημαδεμένος» Τόνι Μοντάνα, που όλοι θα ήθελαν να γνωρίσουν από κοντά, αλλά κανείς να μην δουλέψει μαζί του.
Ο κοντός, σκουρόχρωμος Κουβανός με τα μεγάλα α@@@@@α, που δηλώνει σε κάποια στιγμή της ταινίας ως τη μοναδική πραγματική περιουσία του, ο οποίος φτάνει στο Μαϊάμι των ΗΠΑ το 1980 για να κυνηγήσει το μεγάλο του όνειρο να αποκτήσει χρήματα, πολλά χρήματα. Σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές ατάκες της ταινίας σε σκηνοθεσία Μπράιαν ντε Πάλμα και σενάριο Όλιβερ Στόουν, που αξίζει να αναφερθεί ότι εκείνη την εποχή πάλευε να απεξαρτηθεί από την κοκαΐνη, ο άγριος πρωταγωνιστής της λέει το εξής εύστοχο: «σ’ αυτή τη χώρα, πρέπει πρώτα να κάνεις χρήματα. Όταν θα έχεις τα χρήματα, θα έχεις και εξουσία. Όταν θα έχεις εξουσία, τότε θα έχεις και γυναίκες».
Η άνοδος πριν την πτώση
Κι ενώ από τα λόγια στην πράξη η απόσταση έχει αποδειχτεί πολλές φορές μεγάλη, για τον Κουβανό αντιφρονούντα είναι ζήτημα μόλις μερικών ωρών, όσο ακριβώς άντεξε στα πρώτα ενσταντανέ της ταινίας να δουλέψει μεροκάματο σε μια καντίνα με φρικτό φαγητό και ακόμα χειρότερο αφεντικό. Το βράδυ τον βρίσκει ελεύθερο μαζί με τον φίλο του Μανόλο (εξαιρετικός στο ρόλο του και ο Στίβεν Μπάουερ), ομορφότερο στην όψη αλλά όχι τόσο εύστροφο, ούτε τόσο θρασύ, στο πλευρό του.
Η συνέχεια για τους σινεφίλ, λίγο πολύ γνωστή. Ο Τόνι γίνεται το δεξί χέρι ενός τοπικού έμπορα ναρκωτικών ουσιών, που δεν εκτιμά ιδιαίτερα γιατί δεν βλέπει μπροστά, και τον οποίο βγάζει από τη μέση μόλις καταλαβαίνει ότι εκείνος θέλει να τον εξαφανίσει, διαισθανόμενος ότι απέναντι του έχει έναν άνθρωπο που έπαιρνε ότι ήθελε και ήθελε τα πάντα.
Έπαθλο χωρίς νίκη
Αφού του κλέβει τη δουλειά, παίρνει και το κορίτσι, την πανέμορφη, ψυχρή και απόλυτα δυστυχισμένη τοξικομανή Ελβίρα, έναν ρόλο που απογείωσε η Μισέλ Πφάιφερ στον πρώτο σημαντικό ρόλο της καριέρας της. Η σκηνή που ο Τόνι Μοντάνα την βλέπει να κατεβαίνει μέσα σε ένα γυάλινο ασανσέρ και θαμπώνεται και οι δυο τρεις ακόμα σκηνές, που εκείνη τον κοροϊδεύει για όλα όσα είναι, φτωχός, κακοντυμένος και με ισπανική προφορά, με τον ίδιο να της απαντά ότι σύντομα θα γίνει γυναίκα του, είναι ίσως οι μόνες που έχουν οι θεατές την ευκαιρία να πάρουν μια ανάσα με την ηρεμία τους.
Όλο το υπόλοιπο φιλμ, από την αρχική σκηνή με τον φόνο στο μπάνιο με το αλυσοπρίονο μέχρι το τέλος της, όταν ο Τόνι Μοντάνα βάφει κόκκινη με το αίμα του την πισίνα της έπαυλης του, χτυπημένος –τι άλλο- πισώπλατα σε μια σκηνή θείας δίκης, είναι ένα κρεσέντο βίας δίχως τέλος. Σαράντα δύο άτομα σκοτώνονται μπροστά στα μάτια των θεατών και η μόνη εξήγηση που δίνεται είναι τα βουνά κοκαΐνης που πουλά ο Τόνι -και στα οποία βυθίζεται τόσο ο ίδιος όσο και η Ελβίρα- και φυσικά οι αμέτρητες δεσμίδες χρημάτων που πάνε και έρχονται για να δείξουν ότι αυτός ο πλούτος δεν αποκτάται με καθαρά χέρια.
Διφυής προσωπικότητα
Αν ο Μπράιαν ντε Πάλμα κατάφερε με αυτή την ταινία και την απόφαση του, παρά το ότι είχε δεχτεί να παρουσιάσει μια πολύ πιο μαζεμένη εκδοχή της, να την προβάλλει τελικά χωρίς μοντάζ, περνώντας στην ιστορία ως ο μετρ των κινηματογραφικών εγκλημάτων, στον Όλιβερ Στόουν αξίζουν συγχαρητήρια γιατί κατάφερε σε ένα σενάριο που χάνεται μέσα στις πολλές βωμολοχίες και τους ιδιωματισμούς, να αναδείξει τη διφυή ουσία του γκάγκστερ πρωταγωνιστή της. Ο Τόνι Μοντάνα είναι πρόσχαρος αλλά σκληρός, έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση αλλά του αρέσουν τα μεγαλεία, κυνηγά την ευτυχία αλλά είναι ανίκανος να τη δει ακόμα κι αν… περάσει από πάνω του.
Όσο για τον Αλ Πατσίνο με το υγρό βλέμμα και τη βαθιά φωνή, το ταλέντο του αποδεικνύεται τόσο τεράστιο που μια ταινία ξεκάθαρα γκροτέσκο να θεωρείται μετά από σαράντα ολόκληρα χρόνια ένα από τα καλύτερα θρίλερ της μεγάλης οθόνης.