Πάμε να βάλουμε κάτω τους αριθμούς.
Παρατήρηση πρώτη. Το 2009, σε ένα εκλογικό σώμα 9.929.065 ελλήνων ψηφοφόρων, ψήφισαν 7.044.606 πολίτες.
Από τότε πέρασαν 15 χρόνια και 8 βουλευτικές εκλογές. Στις τελευταίες εκλογές (Ιούνιος 2023) το εκλογικό σώμα ήταν 9.813.595 ψηφοφόροι. Τελικά ψήφισαν 5.215.207 πολίτες.
Συνεπώς μέσα στο διάστημα αυτό το εκλογικό σώμα παρέμεινε ουσιαστικά σταθερό. Κινήθηκε από ένα υψηλότερο επίπεδο με 9.984.934 ψηφοφόρους (Ιούλιος 2019) σε ένα χαμηλότερο με 9.813.595 ψηφοφόρους (Μάιος και Ιούνιος 2023). Σχεδόν δεν απέκλινε καθόλου.
Την ίδια στιγμή όμως η συμμετοχή στις εκλογές μειώθηκε κατά 1,8 εκατομμύρια ψηφοφόρους. Οι εκλογείς έχασαν περίπου το 25% του δυναμικού τους.
Παρατήρηση δεύτερη. Η μείωση αυτή δεν έγινε ξαφνικά, ούτε οφείλεται σε κάποια συγκεκριμένη συγκυρία ή σκαμπανεβάσματα.
Η συμμετοχή είναι σταθερά πτωτική σε όλες τις εκλογές από το 2009 έως το 2023. Ανεξαρτήτως σημασίας και σπουδαιότητας. Με ελάχιστες και επουσιώδεις διορθώσεις.
Για παράδειγμα, τον Ιούλιο 2019 η εκλογική συμμετοχή ήταν λίγο υψηλότερη από τον Σεπτέμβριο 2015, μια διαφορά ελάχιστων χιλιάδων ψήφων. Πριν και μετά όμως συνέχισε να μειώνεται.
Συμπέρασμα; Μέσα σε 15 χρόνια χάσαμε το 25% των ψηφοφόρων. Και δεν φαίνεται στον ορίζοντα καμία προοπτική να τους ξαναβρούμε, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον.
Προφανώς αυτό κάτι σημαίνει και σίγουρα κάτι συμβαίνει.
Μακάρι η λύση να είναι η επιστολική ψήφος που ανακοίνωσε η κυβέρνηση. Είναι ασφαλώς μια σημαντική δημοκρατική μεταρρύθμιση, η οποία ούτως ή άλλως θα τονώσει τη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία. Οι περισσότερες δημοκρατίες την έχουν εντάξει προ πολλού κι επιτυχώς στο εκλογικό οπλοστάσιό τους.
Συνεπώς οι πάσης φύσεως ενστάσεις που διατυπώνονται στη χώρα μας είναι κακόβουλες και προσχηματικές. Διαθέτουμε μια δημοκρατία που αποδεικνύει διαρκώς και διαχρονικά τη δυνατότητα να διοργανώνει αδιάβλητες εκλογές. Προσπερνώ λοιπόν την παρλαπίπα.
Αλλά πολύ φοβάμαι πως το πρόβλημα είναι πιο σοβαρό και σίγουρα διαφορετικό.
Για κάποιο λόγο τα επίπεδα πολιτικής συμμετοχής στην Ελλάδα είναι σε συνεχή πτώση. Χωρίς να αυξομειώνονται ανάλογα με την κρισιμότητα της εκλογής.
Και μάλιστα η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Αυτή η τάση εμφανίζεται στο σύνολο του δημοκρατικού δυτικού κόσμου, στις χώρες δηλαδή όπου η εκλογική συμμετοχή καταγράφεται με αξιόπιστο τρόπο ώστε να γίνουν συγκρίσεις για να εξαχθούν συμπεράσματα.
Δυσκολεύομαι να μετρήσω τις αναρίθμητες ερμηνείες που έχουν δοθεί σε μια κατά τα άλλα αυταπόδεικτη διαπίστωση. Είναι πολλές και συχνά πρόχειρες ή αντιφατικές.
Η πιο τρέχουσα είναι η απαξίωση της πολιτικής. Ο κόσμος δεν θεωρεί ότι η τρέχουσα πολιτική τον αφορά και τον ενδιαφέρει.
Θα το δεχτώ αλλά με μια διευκρίνιση. Μιλάμε για την απαξίωση μιας πολιτικής, όχι της πολιτικής στο σύνολό της.
Ενα παράδειγμα. Την πτώση της εκλογικής συμμετοχής συνοδεύει η πτώση της τηλεθέασης των βραδινών δελτίων ειδήσεων, τα οποία παραμένουν η βασική πηγή ενημέρωσης της ελληνικής κοινωνίας.
Με το ζόρι πλησιάζει ή ξεπερνάει καθημερινά τα 2 εκατομμύρια τηλεθεατές ενώ πολλοί από αυτούς βλέπουν περισσότερα από ένα δελτίο.
Μιλάμε δηλαδή για μια πραγματική συνολική τηλεθέαση 1,5-1,7 εκατομμυρίων ανθρώπων – σχεδόν όσων έβλεπαν παλαιότερα μόνο του το Mega!
Αυτό δεν σημαίνει ότι τους τηλεθεατές απωθεί γενικά η πολιτική. Αλλά ότι ενδεχομένως τους απωθεί ένα είδος τηλεοπτικής ενημέρωσης που παραπέμπει πλέον λιγότερο στην πολιτική και περισσότερο στα «Νέα της Χωροφυλακής».
Πάμε λοιπόν να δούμε τη συνολική εικόνα.
Η πτώση της πολιτικής συμμετοχής οφείλεται άραγε στην απαξίωση της πολιτικής ή στην αδυναμία του πολιτικού προσωπικού (και δεν εξαιρώ τα μέσα ενημέρωσης…) να κατανοήσουν την κοινωνία και να της προσφέρουν την πολιτική που θέλει;
Την Πέμπτη ζήσαμε για 15η φορά τη «μέρα του Αλέξη». Τα αφιερώματα σε εφημερίδες και τηλεοράσεις, η κάλυψη των εκδηλώσεων, υπερέβησαν κάθε μέτρο αξιολόγησης των γεγονότων από την ίδια την κοινωνία.
Η οποία στη συντριπτική της πλειοψηφία δεν θεωρεί ότι το 2008 εκδηλώθηκε κάποια «εξέγερση», ούτε ότι το πλιάτσικο και οι φωτιές συνιστούσαν έκρηξη ανιδιοτελούς αγωνιστικότητας. Περισσότερο ήθελαν να βάλουν μπουρλότο στη χώρα.
Διότι η κοινωνία και το εκλογικό σώμα έχουν διαμορφώσει μετά την κρίση τη δική τους αξιολόγηση των πραγμάτων. Μια αξιολόγηση σε μεγάλο βαθμό ρεαλιστική, σύνθετη, συγκριτική και σπάνια αφοριστική.
Δεν θα επικαλεστώ το πρόσφατο παράδειγμα ότι τα Τέμπη και οι υποκλοπές όχι μόνο δεν διαμόρφωσαν αλλά ούτε καν αποτυπώθηκαν στο εκλογικό αποτέλεσμα του Μαΐου και του Ιουνίου.
Αλλά θα θυμίσω ότι η πολυτραγουδισμένη εχθρότητα των νέων για τον Μητσοτάκη που «γ@μιετ@ι» αποδείχθηκε φαιδρή κατασκευή. Η ΝΔ βγήκε πρώτη ακόμη και στις νεότερες ηλικίες ψηφοφόρων.
Εχουμε συνεπώς ένα κομμάτι της κοινωνίας που βιώνει την καθημερινότητα σε διαρκή έξαψη, αποτροπιασμό, αγανάκτηση, οργή και αφόρητη μπουρδολογία. Και το οποίο από κάλπη σε κάλπη απουσιάζει από την εκλογική αριθμητική.
Λογικό. Αν είσαι συνεχώς θυμωμένος, αναστατωμένος κι έξαλλος δεν είσαι ψηφοφόρος. Είσαι απλώς για δέσιμο.
Είναι εντυπωσιακή άλλωστε η πικρόχολη μεμψιμοιρία στα κοινωνικά δίκτυα για το «41% του Μητσοτάκη». Σχεδόν σαν να μην αναγνωρίζουν το δικαίωμα της πλειοψηφίας να κερδίσει τις εκλογές.
Είναι άραγε αυτό το ακατάληπτο κι ασυνάρτητο κομμάτι της κοινωνίας που αποσύρεται από τις πολιτικές διαδικασίες της δημοκρατίας μας; Ενδεχομένως.
Θεωρούν ότι η δημοκρατία δεν τους χωράει; Οτι η κοινωνία δεν τους καταλαβαίνει; Ή μήπως ότι οι αφορισμοί τους δεν βρίσκουν ανταπόκριση;
Δεν μπορώ να πω. Το βέβαιο είναι ότι φεύγουν. Κι ότι ακολουθούν μια αποκλίνουσα πορεία, η οποία κανείς δεν ξέρει πού θα καταλήξει.