Οταν ο νεαρός θαύμα του επί κοντώ ο Σουηδός Αρμάντ Ντουπλάντις περνούσε – σε ηλικία μόλις 20 ετών – τα 6,15 μέτρα στο μίτινγκ «Golden Gala» της Ρώμης τον Σεπτέμβριο του 2020, ο πρώτος που πανηγύρισε έξαλλα σαν μικρό παιδί ήταν ο Σεργκέι Μπούμπκα.

Ο περίφημος «Τσάρος των αιθέρων» που μόλις είχε χάσει και το τελευταίο του μεγάλο ρεκόρ, τα 6.14 μέτρα που είχε περάσει 26 χρόνια νωρίτερα (1994) γύρω στα 600 χιλιόμετρα πιο μακριά στο Σεστριέρε.

Ουσιαστικά μια πόλη που φημίζεται για το χιονοδρομικό της κέντρο στο Πιεμόντε της Ιταλίας, μια κοινότητα της μητροπολιτικής πόλης του Τορίνο και ουσιαστικά έμεινε στην ιστορία ως ο τόπος που ο μεγάλος Μπούμπκα έκανε το τελευταίο του παγκόσμιο ρεκόρ. Πριν από λίγες μέρες, την περασμένη Δευτέρα, έσβησε τα κεράκια του στην τούρτα των 60ών γενεθλίων του, απολαμβάνοντας πλέον κάθε στιγμή, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια χωρίς να νιώθει το βάρος της εκπροσώπησης μιας ολόκληρης χώρας (τότε) της Σοβιετικής Ενωσης και μάλιστα στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου κατά τον οποίο έζησε ως αθλητής τις τελευταίες μέρες αυτού του διπολισμού μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ που κράτησε κοντά μισό αιώνα.

Το 1983 στο πρώτο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Ελσίνκι ο σούπερ σταρ ήταν ο αμερικανός σπρίντερ Καρλ Λιούις κατακτώντας 3/3 χρυσά μετάλλια όπου αγωνίστηκε (100 μέτρα, μήκος και 4Χ100).

Εκείνη η διοργάνωση θύμιζε – τουλάχιστον για τον στίβο – Ολυμπιακούς Αγώνες αφού συμμετείχαν οι καλύτεροι απ’ όλες τις χώρες σε αντίθεση με ένα χρόνο αργότερα στο Λος Αντζελες όπου μποϊκοτάρισαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες σχεδόν όλα τα κράτη του ανατολικού μπλοκ σε απάντηση του αντίστοιχου που είχε εφαρμόσει η Δύση στη Μόσχα το 1980.

Σπούτνικ

Το παλικάρι από το Λουγκάνσκ της Ουκρανίας δεν είχε κλείσει ακόμα τα 20 στο Ελσίνκι το 1983 αλλά έκλεψε την παράσταση με τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή. Οσοι βιάστηκαν να μιλήσουν για την τύχη του δάγκωσαν τη γλώσσα τους όταν το ξαναέκανε και στα επόμενα πέντε Παγκόσμια Πρωταθλήματα συνεχόμενα, με τελευταίο τίτλο στην Αθήνα το 1997 ενώ πάταγε πλέον στα 34!

Ο Σεργκέι Μπούμπκα ήταν το καμάρι της Σοβιετικής Ενωσης που επιχειρήθηκε να χρησιμοποιηθεί και ως προπαγάνδα απέναντι στους Αμερικανούς από τη στιγμή που ήταν ένας υπεραθλητής που άλλαξε την ιστορία ενός ολόκληρου αγωνίσματος και το έκανε – με τις επιδόσεις του – σημείο αναφοράς. Πρώτα ακουγόταν πλέον το όνομά του και μετά το αγώνισμα, καθώς το είχε επισκιάσει.

Ενας απόμακρος γενικά αθλητής του στίβου πλάι σε μύθους ποδοσφαιριστές, μπασκετμπολίστες, πυγμάχους ακομα και πιλότους της Φόρμουλα 1 και το κυριότερο το μεγαλύτερο… αντίδοτο στους αμερικανούς σπρίντερ που κυριαρχούσαν.

Τον είχαν ονομάσει «Σπούτνικ», όπως τον πρώτο τεχνητό δορυφόρο στην ιστορία που εκτοξεύθηκε και μπήκε σε τροχιά τον Οκτώβριο του 1957 από την ΕΣΣΔ και αποτέλεσε το πρώτο αποφασιστικό βήμα της ανθρωπότητας για την εξερεύνηση του Διαστήματος.Και αυτό επειδή μπορούσε να πηδήξει όσο ψηλά ήθελε και όποτε ήθελε. Οπως το 1984 όταν είδε τον μεγάλο γάλλο αντίπαλό του Τιερί Βινιερόν να κάνει παγκόσμιο ρεκόρ με 5.91 και στην επόμενη προσπάθειά του το πήρε πίσω!

Τριάντα πέντε φορές το έκανε (το παγκόσμιο ρεκόρ) 17 φορές στον ανοιχτό και άλλες 18 στον κλειστό ανεβάζοντας κάθε φορά πόντο – πόντο το ρεκόρ αλλά κατά χιλιάδες δολάρια τον τραπεζικό του λογαριασμό.

Το παράδειγμα και η μέθοδος Μπούμπκα

Είχε στερηθεί πολλά μετακομίζοντας στον Ντονέτσκ υπό τις οδηγίες του μέντορά του και κορυφαίου προπονητή Βιτάλι Πετρόφ. Δεν πρόλαβε να ζήσει την παιδικότητά του αλλά θύμιζε μια μηχανή των ρεκόρ που διαφήμιζε τη μαμά ΕΣΣΔ, την οποία έζησε μέχρι την κατάρρευσή της ενώ πρόλαβε να αγωνιστεί (εκτός από την Κοινοπολιτεία) με τα χρώματα της αγαπημένης του Ουκρανίας. Την οποία υπηρέτησε περισσότερο ως παράγοντας είτε στη ΔΟΕ, είτε στη Διεθνή Ομοσπονδία Στίβου, είτε στην UNESCO προβάλλοντας αξίες που ήθελε να έχει και ο ίδιος προλάβει να ζήσει.Οπως για παράδειγμα αυτό που έλεγε πάντα, να γίνει ο αθλητισμός η δύναμη που θα αλλάξει τις ζωές των νέων ανθρώπων. Οπως άλλαξε τη δική του.Πηδούσε πιο ψηλά και από τη σκιά του σπάζοντας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο και κάνοντας τα 6 μέτρα να φαίνονται ως χαμηλό εμπόδιο. Καθιέρωσε τη «μέθοδο Μπούμπκα», μια παγκόσμια αθλητική πρακτική των ημερών μας που άπτεται στην αποκομιδή του μέγιστου αποτελέσματος από το μέγιστο ταλέντο διά της μέγιστης προσπάθειας.

Η τρομερή ψυχραιμία και αυτοσυγκέντρωσή του σε κάθε προσπάθεια ήταν το Α και το Ω και αυτή που τον έκανε θρύλο.Η δυναστεία του ολοκληρώθηκε εκεί όπου ξεκίνησαν όλα, στο Ντονέτσκ, το 2001, εκεί όπου έδωσε το δαχτυλίδι στον επόμενο, τον Λαβιλενί.Ηταν ο μόνος – σε ένα κατάμεστο στάδιο – που δεν δάκρυσε, δεν λύγισε (τουλάχιστον φανερά) στο αντίο του αλλά έμεινε αγέρωχος όπως πάντα όταν αγωνιζόταν.