Στις τάξεις των σχολείων της Γουιάνας υπάρχουν, κατά κανόνα, δύο χάρτες: Ο ένας δείχνει τα σύνορα πριν απ’ την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της από τους Βρετανούς, ενώ ο άλλος αποτυπώνει τα σημερινά σύνορά της.
Αμφότεροι δε περιλαμβάνουν μια εξαιρετικά αραιοκατοικημένη και γεμάτη με πυκνά δάση περιοχή περίπου 160.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων – περίπου τα δύο τρίτα της συνολικής έκτασης της χώρας – η οποία βρίσκεται στα δυτικά του ποταμού Εσεκίμπο και φτάνει ως τα σύνορα με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία.
Στα σχολεία της Βενεζουέλας, την ίδια στιγμή, η ιστορία και η γεωγραφία διδάσκονται διαφορετικά.
Εκεί, οι χάρτες κάνουν λόγο για την «Εσεκίμπα της Γουιάνας» και χαρακτηρίζουν την ίδια ακριβώς περιοχή ως μια «Ζώνη υπό ανάκτηση».
Μετά, μάλιστα, από το δημοψήφισμα που οργάνωσε στη χώρα το καθεστώς του Νικολάς Μαδούρο, την περασμένη Κυριακή, με το οποίο απορρίφθηκε η δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου στο συγκεκριμένο ζήτημα, το Καράκας μοιάζει αποφασισμένο να κλείσει μια και καλή και προς όφελός του αυτό το κεφάλαιο.
Κάτι που, με τη σειρά του, έχει σημάνει συναγερμό όχι μόνο στην Τζορτζτάουν, την πρωτεύουσα της Γουιάνας, αλλά και στις ΗΠΑ και τη Βραζιλία που μοιάζουν να ανησυχούν έντονα για τις εξελίξεις – καθιστώντας, παράλληλα, αυτό το σημείο του χάρτη υποψήφιο για να ξεσπάσει ένα ακόμη «θερμό επεισόδιο» ή ακόμη και ένας πόλεμος.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι μόλις έγιναν γνωστές οι προθέσεις του Μαδούρο, η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε στρατιωτικές ασκήσεις στη Γουιάνα και εξέφρασε τη στήριξή της στην εδαφική της κυριαρχία, στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα στον πρόεδρο της Βενεζουέλας ότι τα σχέδιά του δεν θα υλοποιηθούν εύκολα.
Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα κεφάλαιο το οποίο παραμένει ανοιχτό από την εποχή της αποικιοκρατίας, όταν η Γουιάνα πέρασε διαδοχικά από τους Ολλανδούς στους Ισπανούς και από αυτούς στους Βρετανούς, στη διάρκεια της εξουσίας των οποίων είδε την έκτασή της σχεδόν να τετραπλασιάζεται, ενσωματώνοντας και εδάφη πλούσια σε πρώτες ύλες και κυρίως χρυσό – ανάμεσά τους και την διαφιλονικούμενη περιοχή.
Το Καράκας, μάλιστα, φρόντισε να βάλει «αστερίσκο» και στη συνθήκη αναγνώρισης της ανεξαρτησίας της Γουιάνας, η οποία υπογράφηκε το 1966, ξεκαθαρίζοντας από τότε πως διεκδικεί όλο το τμήμα που βρίσκεται δυτικά του ποταμού Εσεκίμπο.
Το ερώτημα που τίθεται, βεβαίως, είναι γιατί επέλεξε αυτή τη χρονική συγκυρία ο Μαδούρο για να κάνει την κίνησή του.
Η μία εξήγηση είναι αναμφίβολα οικονομική και εξόχως αποκαλυπτική, καθώς αφορά την ανακάλυψη πλούσιων – και εκμεταλλεύσιμων – κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στα ανοιχτά της Εσεκίμπα κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, που εκτιμάται πως ανέρχονται σε περίπου 11 δισ. ισοδύναμα βαρέλια.
Μάλιστα, η παραγωγή έχει ήδη ξεκινήσει και ανέρχεται σήμερα σε 400.000 βαρέλια ημερησίως, ενώ εκτιμάται ότι θα φτάσει το ένα εκατομμύριο μέχρι το 2027.
Εχει δε εκχωρηθεί, με βάση άδειες που έδωσε η Γουιάνα, σε μια διεθνή κοινοπραξία στην οποία μετέχουν η αμερικανική Exxon Mobil, η κινεζική CNOOC και άλλοι γνωστοί όμιλοι από αρκετές χώρες.
Ο Μαδούρο, όμως, φέρεται αποφασισμένος να αλλάξει την κατάσταση και, αφού προσαρτήσει τη συγκεκριμένη περιοχή, να εκμεταλλευτεί προς όφελος της χώρας του τον πλούτο που αυτή κρύβει.
Φέρεται δε να έχει δώσει τελεσίγραφο στην κοινοπραξία να επανακαθορίσει τη στάση της και να αποφασίσει εάν θα δεχθεί τη συνεργασία και τη «μοιρασιά» με την κρατική PDVSA της Βενεζουέλας.
Εκτιμώντας, προφανώς, ότι με τα ανοίγματα που έχει κάνει πρόσφατα στις ΗΠΑ και με τα ανταλλάγματα τα οποία εμφανίζεται πρόθυμος να τους δώσει, θα τις αναγκάσει να αλλάξουν οριστικά στάση απέναντί του.
Να εγκαταλείψουν, με άλλα λόγια, τα σχέδια ανατροπής του – που έτσι κι αλλιώς δεν έχουν πάει πολύ καλά, μιας και η αντιπολίτευση εμφανίζεται κατακερματισμένη και αδύναμη – και να επιλέξουν τη συνεργασία μαζί του, αναγνωρίζοντας ότι και ο ίδιος δεν έχει πλέον μεγάλη σχέση με τον προκάτοχο και μέντορά του, Ούγκο Τσάβες.
Θα γίνει, άραγε, η Γουιάνα θυσία στον βωμό ενός τέτοιου «γάμου» συμφέροντος ή αυτός θα διαλυθεί προτού καν συναφθεί;