Στον «Ναπολέοντα» του Ρίντλεϊ Σκοτ εμφανίζεται ως ο «αυστριακός πρεσβευτής» – χωρίς όνομα. Και με την υπαινικτικότητα που προσδίδουν οι ημιφωτισμένες σκηνές, την ώρα που δύο διπλωμάτες παίζουν χαρτιά, ο Μέτερνιχ εντυπώνεται ως άνθρωπος του παρασκηνίου. Ενας μαριονετίστας που με συνοφρυωμένο πρόσωπο τοποθετείται πάνω στη σκακιέρα την ώρα που η Ευρώπη αλλάζει.
Την προσωπικότητα αυτή, που αποτελεί προφανώς έναν παράγοντα εκ των ων ουκ άνευ στη ναπολεόντεια περίοδο, σκιαγραφεί σχεδόν εξαντλητικά στη βιογραφία του ο κορυφαίος γερμανός ιστορικός του 19ου αιώνα Βόλφραμ Ζίμαν στο «Metternich: Strategist and Visionary» (Belknap Press of Harvard University Press, 2019, μετάφραση από την πρωτότυπη γερμανική κυκλοφορία του 2017). Είναι προφανώς ένας τίτλος «εχθρικός» για την ελληνική βιβλιοπαραγωγή, με δεδομένες τις προκαταλήψεις και τους μύθους που έχουν περιβάλει την ιστορική φυσιογνωμία του Μέτερνιχ. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, λίγοι δεν θα αναγνώριζαν ότι ο κομβικός ρόλος του στο ευρωπαϊκό σύστημα δυνάμεων, τη μετεπαναστατική Ευρώπη (1789) και την προεπαναστατική (1848), τον καθιστά αναγκαίο τμήμα της πλουραλιστικής βιβλιογραφίας για την Ελλάδα του 1821.
Η σχέση του Κλέμενς φον Μέτερνιχ (1773-1859) με τον Ναπολέοντα είναι η σχέση του με μια επαναστατημένη κοινωνική τάξη που αμφισβητεί την απόλυτη αξία της σταθερότητας και της ειρήνης. «Στα δικά του μάτια», γράφει ο Ζίμαν, «οι γάλλοι επαναστάτες (ενν.: του 1789) ήταν οι βάνδαλοι της εποχής του. Δεν έφερναν τον πολιτισμό αλλά απειλούσαν την πολιτισμένη Ευρώπη και την κατέστρεφαν». Για τον ίδιο, έναν παλιό αριστοκράτη, οι προγονικοί τίτλοι του οποίου έφταναν ως τον 14ο αιώνα, η Γαλλική Επανάσταση ήταν πρωτίστως μια κοινωνική επανάσταση, όχι ένα πολιτικό γεγονός. Και αυτό σήμαινε ότι ο «όχλος» θα κέρδιζε το πάνω χέρι από τους «πραγματικούς πολίτες», με αποτέλεσμα την «κατάλυση όλων των κοινωνικών δεσμών, την καταστροφή των αξιών, την κατάργηση των περιουσιών». Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που αργότερα θα γράψει ότι η Μάχη του Αούστερλιτς (2 Δεκεμβρίου 1805), όπου ο Ναπολέων συνέτριψε τις ρωσικές και αυστριακές δυνάμεις, ολοκλήρωσε αυτό που ξεκίνησε στις 14 Ιουλίου 1789.
Ο Μέτερνιχ επέδωσε επισήμως τα διαπιστευτήριά του ως πρέσβη στον γάλλο υπουργό Εξωτερικών Ταλεϋράνδο στις 3 Αυγούστου 1806. Μία εβδομάδα αργότερα είδε για πρώτη φορά πρόσωπο με πρόσωπο τον άνθρωπο που συμπύκνωνε την απειλή για την Αυστριακή Αυτοκρατορία: πέρασε από ακρόαση από τον αυτοκράτορα των Γάλλων και βασιλιά της Ιταλίας Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Από την αρχή ο Μέτερνιχ αναγνώρισε ένα βασικό χαρακτηριστικό του αντιπάλου: την τάση για επίδειξη και την «ερμηνεία» ενός ρόλου. Σημειώνει σχετικά ο Ζίμαν: «Με τις αμφιέσεις του αξιοποιούσε το κοντράστ εντυπώσεων ανάμεσα στα άκρα. Είτε απέπνεαν απόλυτη λιτότητα (π.χ. η στρατιωτική στολή) είτε μεγαλείο (π.χ. αυτοκρατορικά διακριτικά). Οπως παρατήρησε ο Μέτερνιχ, για να βελτιώσει την εκφραστική δύναμη των χειρονομιών του, προσέλαβε τον διάσημο ηθοποιό Φρανσουά-Ζοζέφ Ταλμά “να του διδάξει συγκεκριμένες πόζες”… Η προπαγάνδα του ήταν μέρος μιας ολόκληρης επιχείρησης που είχε στόχο να νομιμοποιήσει ιδεολογικά την κυριαρχία του. Ηδη από την αρχή, ο Μέτερνιχ είδε στον αντίπαλό του έναν μετρ «των ρόλων και των μεταμφιέσεων», γνώση την οποία θα προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί προς το συμφέρον της γενέθλιας Αυστρίας. Για τον παλαιό αριστοκράτη ίσχυε αυτό που η σύγχρονη αναπτυξιακή ψυχολογία ορίζει ως «πρωτογενή επίδραση»: το φαινόμενο οι πρώτες εντυπώσεις από την επαφή με τους άλλους να έχουν διαρκή επίδραση στις μετέπειτα απόψεις του.
Αργότερα θα ομολογήσει ότι εκείνη η συνάντηση με τον Ναπολέοντα «δεν σβήστηκε ποτέ απ’ το μυαλό του». Εκεί όπου οι άλλοι έβλεπαν παραισθήσεις για τον «άνθρωπο μπροστά στον οποίο έτρεμε ο κόσμος», ο Μέτερνιχ έβλεπε έναν «νεόπλουτο» που πάσχιζε να αποκτήσει μεγαλείο και κοινωνικό κύρος.
Αλλη μια απόδειξη ότι η ανάγνωση της Ιστορίας δεν συνιστά ιστορία, αλλά οπτική γωνία. Είτε ενός «πρωταγωνιστή» είτε ενός ιστορικού είτε ενός σκηνοθέτη.