Μια από τις αποκαλυπτικότερες και πλέον γόνιμες θεμελιώσεις στον χώρο του πολιτισμού είναι η διατύπωση του Νίτσε: «Η γέννηση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής». Δεν χρειάζεται να σπαταλήσει κανείς πολλή φαιά ουσία για να αντιληφθεί πως η μουσική είναι η αρχαιότερη γενέθλια τέχνη του πολιτισμού. Ακριβέστερα, είναι συνομήλικη με την αρχιτεκτονική. Ο άνθρωπος, όταν ξέκοψε από τις ζωώδεις αγέλες, πρώτα κατασκεύασε, μιμούμενος τα ζώα και τα πτηνά, ενδιαίτημα, φωλιά, ορμητήριο, προστάτη από τα καιρικά φαινόμενα. Εχοντας να αντιμετωπίσει καιρικές καταιγίδες, καύσωνες, αλλά και ζώα ισχυρότερα και επιθετικά, θέλοντας να επικοινωνήσει με τον άλλον άνθρωπο, τον απέναντι, τον περαστικό, μιμήθηκε καταρχάς τα ζώα, αρθρώνοντας ήχους φόβου, θαυμασμού, φιλίας, απώθησης. Ετσι καλούσε τον σύντροφο της αγέλης, έτσι επικοινωνούσε, έτσι εξέφραζε τους πόθους του, τις ορέξεις του, τις ανάγκες του. Το πότε και πώς αυτές οι κραυγές έγιναν με την επανάληψη λέξεις, πότε οι λέξεις έγιναν φράσεις και σχηματίστηκε η πρώτη «γλώσσα» στην ιστορία του κόσμου, πάντα θα μας διαφεύγει, γιατί δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω, να απαλλαγούμε από τον πλούτο που εν τω μεταξύ σωρεύτηκε.
Δεν σκοπεύω να προσπαθήσω να φτάσω στην αρχή της παρουσίας του ανθρώπου, όταν έκανε το μεγάλο άλμα, έκανε τα τέσσερα πόδια δύο και, λόγω ποικίλων αναγκών, συγκρότησε ομάδες ομοίων και έτσι πήραν άλλο νόημα, βαθύτερο και ειδικότερο, οι κραυγές και ονομάστηκαν τα πράγματα, οι ενέργειες, οι ανάγκες, οι φόβοι, οι ελπίδες. Οι κραυγές που αντάλλαξαν οι άνθρωποι υπάκουαν σε ένα σύμφυτο με τη φύση φαινόμενο: τον ρυθμό. Ο ρυθμός ως γνωστόν είναι η επανάληψη ενός φαινομένου, ήχου, κίνησης, συνθήκης, έκφρασης, με ορισμένο χρόνο εκτέλεσης.
Δεν σκοπεύω να επαναλάβω πράγματα γνωστά, έστω κι αν δεν συνηθίζουμε να τα επαναφέρουμε στις σχέσεις μας ως αυτονόητα. Ετσι θα προσπαθήσω, κάνοντας ένα άλμα χιλιάδων χρόνων στην ιστορία του κόσμου, να φτάσω τη στιγμή, την ώρα και τον χρόνο που οι κραυγές έγιναν γλώσσα. Ενα από τα μεγάλα άλυτα προβλήματα, που θα παραμείνει άλυτο, είναι ο τρόπος που οι κραυγές έγιναν σε διαφορετικούς τόπους διαφορετικές γλώσσες. Ο άνθρωπος υπάκουσε σε μιαν ανάγκη επικοινωνίας, προχώρησε στη σηματοδότηση των ήχων, δημιούργησε κώδικες επικοινωνίας, υπακούοντας σε μία βασική και όποια άλλη ανάγκη, αλλά κάθε έννοια πήρε σε διαφορετικό χώρο άλλη ηχητική σκευή. Ετσι ένα πράγμα, μια αίσθηση, μια σκέψη κατέφυγαν και φώλιασαν σε έναν ήχο που η επανάληψη δημιούργησε μια ασφαλή επικοινωνία, δηλαδή μια κοινότητα σημάτων.
Δεν σκοπεύω, ούτε είμαι ειδικός, ώστε αυτές τις γενικές απόψεις να τις εντάξω σε ένα σύστημα που θα εμφανίζει τα στάδια πορείας του, εφαρμογής και των ορίων τους. Αλλος είναι ο σκοπός μου. Η γέννηση των γλωσσικών κωδίκων που εδώ και χιλιάδες χρόνια χρησιμοποιούν οι άνθρωποι και που ονομάζεται πολιτισμός. Ξαναφέρνω στη μνήμη μου την αρχική βεβαιότητα. Εν αρχή ην ο ρυθμός. Και η γλώσσα (και μιλάμε πάντα με όργανο τη γλώσσα, ως εργαλείο του ανθρώπινου οργανισμού). Ας μην μπερδεύουμε τα πράγματα, επειδή ονομάζουμε «γλώσσα» και τη γραπτή διατύπωση. Συμβαίνει αυτό και συνέβη και με τη μουσική, όπου ο ήχος, το ύψος, η διάρκεια, η χροιά κ.τ.λ. διατυπώνονται σε μια γραπτή παρτιτούρα! Ας έρθουμε λοιπόν σε έναν ανθρώπινο συνοικισμό πριν από χιλιάδες χρόνια. Ανθρωποι συνοικούν, έχουν κανόνες ασφαλείας, ιδιαιτερότητας, ιδιωτικότητας, συνεργασίας, ανταλλαγής εμπειριών, εργαλείων, μεθόδων, ορίων, σχεδίων, επεμβάσεων και αλλοιώσεων. Η κραυγή έγινε συγκεκριμένος ήχος με ιδιαίτερο νόημα και έτσι αρχίζει η ιστορία των τεχνών, πρακτικών και καλών.
Η γλώσσα είναι σχέση, επικοινωνία, ανταλλαγή εμπειρίας, είπαμε. Είναι το πρώτο αναγνωρίσιμο στοιχείο η συνεννόηση. Και έτσι θα ξεκίνησε η γλωσσική περιπέτεια. Δηλώνω τις ενέργειές μου, περπατώ, κάθομαι, πονώ, πεινώ, κοιμάμαι, αμύνομαι, επιτίθεμαι, φυλάγομαι, τολμώ, κρύβομαι, σκάβω, σπέρνω, θερίζω, στεγάζομαι, ενδύομαι, συνουσιάζομαι, απειλώ, προστατεύω αγαθά, τόπους και συμμάχους. Ολες αυτές οι δράσεις συγκροτούν τον βασικό κώδικα συνύπαρξης και συνάμα ατομικής αυτονομίας. Με λίγη καλή θέληση μπορούμε να συγκροτήσουμε το λεξιλόγιο της επικοινωνίας των αρχανθρώπων. Θα ακολουθήσουν σύντομα οι συμμαχίες, οι εχθρότητες, οι φυλετικές ομαδοποιήσεις, η ασφάλεια των μετακινήσεων και σίγουρα ο οπλισμός από τον λίθο και τη βέργα έως τα εργαλεία άμυνας και επίθεσης. Σύνορα και επικράτειες φιλικές, εχθρικές, ανεκμετάλλευτες, καλλιεργήσιμες, αμυντικές, ευάλωτες.
Οσο οργανώνεται η ομαδική συμβίωση και συστηματοποιούνται τα όρια των σχέσεων, η γλώσσα ανακαλύπτει την αφήγηση, αφού καταρχάς υπάρχει η μνήμη. Ας μην ξεχνάμε ούτε μια στιγμή, ο άνθρωπος ξέκοψε από τα άλλα ζώα, όταν σε μία έκλαμψη ανακάλυψε πως ένα υλικό που είχαν σωρεύσει οι αισθήσεις σε ένα έως τότε σκοτεινό υπόγειο του εγκεφάλου μπορούσε να ανακληθεί, να οργανωθεί και να γίνει εργαλείο επικοινωνίας με το παρελθόν. Χωρίς μνήμη πολιτισμός δεν υπάρχει. Τα ζώα έχουν μια υποτυπώδη μνήμη που τα προστατεύει από εχθρικές ενέργειες. Θυμούνται, π.χ., ότι, αν ένα όργανο τα χτύπησε και τα πόνεσε, το αποφεύγουν. Εως εκεί.
Ο μνήμων άνθρωπος έγινε δημιουργός Ιστορίας. Και Ιστορία δεν είναι μόνο τα γεγονότα που επηρέασαν μια ομάδα ή ένα άτομο στο επάγγελμα, στα σχέδια βίου, στη χρήση, στη χρήση των εργαλείων. Ιστορία (λέξη ελληνική που είναι παγκόσμιας γλωσσικής εμπειρίας) είναι γνώση, κατανόηση, διαπίστωση, αναγνώριση, επέμβαση, οριοθέτηση πορείας, ενεργειών, σχέσεων, δημιουργίας, έμπνευσης. Ολες αυτές οι δράσεις που καλούνται Ιστορία καλύπτουν ένα απέραντο πεδίο ανθρωπίνων εμπειριών και των συστηματικών χρήσεών τους. Καταρχάς Ιστορία έχει η ίδια η γλώσσα. Πότε και γιατί εμφανίστηκε η ανάγκη να δημιουργηθεί μια γλωσσική οντότητα ύστερα από την εμφάνιση στην οθόνη του νου μιας έννοιας ή μιας εικόνας ή μιας αίσθησης ή ενός συναισθήματος;
Κάνω εδώ μια παρένθεση για να εξηγήσω πώς ασχολούμαι με τη γλώσσα ή άλλα πολιτισμικά τεκμήρια σε αυτή τη φιλόξενη σαββατιάτικη σελίδα. Οφείλουμε στον Αριστοτέλη τον ορισμό πως το θέατρο είναι «μίμησις πράξεως». Κάθε μίμηση πράξεως είναι ένας τρόπος μοναδικός επικοινωνίας. Η ζωή είναι μια θεατρική πράξη. Εδώ και χιλιάδες χρόνια όπου γης οι άνθρωποι μιμούνται πράξεις, όχι πάντα σπουδαίες, αλλά πάντα τέλειες, δηλαδή επιδιώκουν κάποιον σκοπό. Πριν ειδικεύσουμε την έννοια του θεάτρου στον Αριστοτέλη, υπάρχει εκεί σε κάθε μας στιγμή η ανάγκη μιας χειρονομίας, μιας κίνησης, ενός αισθήματος, μιας φράσης. Δηλαδή μια καθημερινή μίμηση πράξεως, ίσως όχι σπουδαίας, αλλά τελείας. Δεν υπάρχει ανθρώπινη συμπεριφορά που να μην είναι τελεία, σκόπιμη, έστω κι αν συχνά είναι ασυνείδητη (κάποτε ήταν συνείδηση, από την κούνια μας).
Τι έξοχο πανόραμα είναι η ιστορία της γλώσσας, την κύρια διαφορά των ανθρώπων από τα άλλα όντα του ζωικού βασιλείου. Γλώσσα επική, λυρική, δραματική, αφηγηματική, επαγγελματική, επιστημονική, ονειρική, μυθική, παράφορη, νηφάλια, ψυχρή, επιθετική, διαπιστωτική, συναισθηματική, παράφρων. Αυτές όλες οι γλωσσικές οντότητες συνυπάρχουν, επικοινωνούν, συχνότατα παρεξηγούνται, αλλά δημιουργούν αντιδράσεις, άμυνες, προσεγγίσεις, απέχθειες, έρωτες, οράματα, ορέξεις, έξεις. Ας ρίξουμε μια ματιά σε ένα βιβλιοπωλείο και ας περιοριστούμε στα είδη της τυπωμένης ανθρώπινης εμπειρίας.
ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: Στα ελληνικά μόνο, από τον Ομηρο στον «Ερωτόκριτο» και τα έπη του Σούτσου στον Γιάννη Ρίτσο.
ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: Από τον Αισχύλο ως τον Καμπανέλλη και από τον Αριστοφάνη ως τον Τσιφόρο.
ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: Από τη Σαπφώ ως τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Αναγνωστάκη.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Ας μείνω ως όριο στον πρόσφατο νεκρό, τον φίλο Βασίλη Βασιλικό.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Από τον Ηράκλειτο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη στον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον Χρήστο Γιανναρά.
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ: Με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο.
ΙΣΤΟΡΙΑ: Από τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη έως τον Παπαρρηγόπουλο, τον Αμαντο.
Δεν κάνω διακρίσεις, ενδεικτικά αναφέρομαι σε λίγο δυσπρόσιτες προσφορές. Λειτουργώ ως εκπαιδευτικός κυρίως 60 χρόνια. Εχω διδάξει τον Ομηρο και τον Διονύσιο Σολωμό, τον Σοφοκλή και τον Τερζάκη, τον Θουκυδίδη και τον Παπαρρηγόπουλο, τη Σαπφώ και τον Σικελιανό, το «Επος του Διγενή» και τον Καραγάτση, την «Ελληνική Νομαρχία» και τους έλληνες μαρξιστές ιστορικούς, τον Αριστοφάνη και τον Ψαθά. Είχα πάντα απέναντί μου νέα παιδιά με ευρύ οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο. Κανένα δεν ήταν αδιάφορο σε μια τέτοια ευρεία κληρονομιά. Ως καθηγητής ανέβασα στη σκηνή του θεάτρου Αισχύλο, Αριστοφάνη, Παλαμά, Σικελιανό, αλλά και Ψαθά. Πάντα πίστευα πως, αν ο Αριστοφάνης ξέφευγε από τον Αδη, θα διασκέδαζε με την καρδιά του ως θεατής, βλέποντας τον αξέχαστο Θύμιο Καρακατσάνη στον «Φον Δημητράκη» του Ψαθά.