Είναι ο υπότιτλος που φανερώνει περισσότερα σ’ αυτή τη δίτομη εξαντλητική έκδοση για το προσκύνημα της Τήνου, το οποίο αντιμετωπίζουμε συνήθως φολκλορικά μέσα από την τηλεοπτική εικόνα. «Μελέτη θρησκευτικής ανθρωπολογίας – λαογραφίας», λοιπόν, με την κάθε λέξη να αποκτά βαρύτητα. Ειδικά όταν φέρει την υπογραφή του Αλέκου Ε. Φλωράκη, δρος εθνολόγου – λαογράφου και ποιητή, ο οποίος έχει τιμηθεί το 2018 με το Χαλκούν Μετάλλιο της Τάξης Γραμμάτων και Καλών Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.
Η δίτομη έκδοση πραγματοποιείται από το Πανελλήνιο Ιερό Ιδρυμα Ευαγγελιστρίας της Τήνου και το Ιδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού και μπορεί να θεωρηθεί ως «αντίδωρο» στην αίγλη και την παράδοση που έχει αποκτήσει μέσα στα χρόνια το προσκύνημα καθιστώντας την Τήνο απαραίτητο σταθμό του θρησκευτικού τουρισμού.
Η αρχή γίνεται με τα χαρακτηριστικά του τόπου και το 1823, οπότε τοποθετείται χρονολογικά η εμφάνιση της εικόνας της Παναγίας, γύρω από την οποία θα χτιστεί ακριβώς η παράδοση του νησιού. Οπως σημειώνει ο Α. Φλωράκης: «Ο σπουδαίος εμπειρικός αρχιτέκτονας της εποχής Ευστράτιος Καλονάρης ή “Σμυρναίος”, τηνιακής καταγωγής, εγκατεστημένος στη Σμύρνη αλλά παρεπιδημών τότε στο νησί, αναλαμβάνει την οικοδόμηση του ναού και των αρχικών προσκτισμάτων του. Πολλοί από τους πρόσφυγες συμμετέχουν εθελοντικά μαζί με ντόπιους στις εργασίες της οικοδόμησης». Επειδή, όμως, πρόκειται για μελέτη ο συγγραφέας καταγράφει και τις πρώτες αμφισβητήσεις της περίφημης ιεροφάνειας της εικόνας. «Πρώτος ο άγγλος πάστορας John Hartley, το 1831, ένας από τους πολλούς μισιονάριους της εποχής που ασκούσαν στην Ελλάδα προσηλυτισμό, θεωρεί την εύρεση πεποιημένη… Ανάλογα γράφει και ο Αμερικανός R. Anderson το 1829». Σε κάθε περίπτωση, «έως το 1912-13 και το 1922 ο ναός ενσάρκωνε για τους υπόδουλους ακόμη Ελληνες της Νέας Ελλάδας, της Μικράς Ασίας και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου όχι μόνο το θρησκευτικό αλλά και το κύριο πατριωτικό κέντρο αναφοράς».
Στη συνέχεια του αφηγήματος ο συγγραφέας ασχολείται με το προσκύνημα ως τελετουργία, τον καθαγιασμό, τον ετήσιο κύκλο των πανηγυριών, τη θρησκευτική λαογραφία και τη λαϊκή λατρεία, τα αφιερώματα και την τοπική κοινωνία. Ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει τα τεκμήρια αυτής της ογκώδους εργασίας. Στο Παράρτημα Ι βρίσκει κανείς τα χρονικά της ευρέσεως και των παλαιών θαυμάτων (Φυλλάδα αδελφών Καγκάδη, Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός κ.ά.), στο Παράρτημα 2 έγγραφα από το Πανελλήνιο Ιερό Ιδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου. Ακολουθούν μαρτυρίες 18 περιηγητών και λογίων, ανάμεσά τους του Γεώργιου Δροσίνη, απ’ όπου το απόσπασμα: «Ανελθών διά πλαγίας στενής κλίμακος, περιέρχομαι την μακράν σειράν των εν τω άνω ορόφω κελλίων διασκελίζων πανταχού στρώματα, ενδύματα και στοιχειώδη τινά έπιπλα σεσωρευμένα αναμίξ. Από πάσης γωνίας προβάλλουσι κεφαλαί ανθρώπιναι τρώγουσαι, φλυαρούσαι ή κοιμώμεναι, και ενίοτε χειρές τινες μόνον ανακινούμεναι, διότι το λοιπόν σώμα δεν φαίνεται, κεκρυμμένον όπισθεν άλλων σωμάτων ή κεκαλυμμένον υπό σωρόν κλινοσκεπασμάτων και προσκεφαλαίων». Υπάρχουν ακόμη δημοσιεύματα του παλαιού τοπικού και ημερήσιου Τύπου, απεικονίσεις της Ευαγγελιστρίας κατά τον 19ο αιώνα, καθώς και κατάλογος αφιερωτικών ομοιωμάτων και χαραγμάτων. Αρκεί ίσως να επισημάνουμε – και εδώ φαίνεται η μεγάλη εμβέλεια του τόπου – ότι στα αφιερωτικά ομοιώματα ανακαλύπτουμε ξεφυλλίζοντας από σώματα παιδιών και στέφανα γάμου έως ημιτριώροφα σπίτια, βαρέλια κρασιού (αμπελουργών), ιστιοφόρα και το ομοίωμα της Κύπρου.
Οι περίπου 1.000 σελίδες του δίτομου έργου αποδεικνύονται συναρπαστικές στην ανάγνωση. Και το ίδιο το δίτομο έργο περνάει πλέον στη σχετική βιβλιογραφία – αλλά και την ευρύτερη λαογραφική – ως πολύτιμη συνεισφορά για ένα τοπικό φαινόμενο που απέκτησε πανελλήνια και διεθνή διάσταση.