Το περασμένο καλοκαίρι, έγινε μεγάλος καβγάς μετά τη δολοφονία του φιλάθλου της ΑΕΚ Μιχάλη Κατσουρή. Θα θυμάστε, είχαν συλληφθεί περίπου εκατό Κροάτες. Τα σόσιαλ μίντια, τότε, είχαν αποφασίσει ότι έφταιγε η κυβέρνηση που άφησε τους εθνικιστές και φασίστες Κροάτες να σκοτώσουν αεκτζήδες ως εκπροσώπους της Αγια-Σοφιάς. Εγινε χαμός και τα πυρά στράφηκαν κατά του καθηγητή Στάθη Καλύβα, ο οποίος επεσήμανε ότι η αθλητική βία δεν έχει ιδεολογικά κίνητρα.
Οι συγκρούσεις γύρω από τις ομάδες είναι συγκρούσεις φαντασιακών συλλογικοτήτων, που αποκτούν νόημα διά της αντιπαλότητας. Νέοι, άντρες, ελλείψει νοήματος, ταυτίζονται με τον συμβολισμό της ομάδας τους, για πολλούς από τους οποίους τυχαίνει να είναι η ζωή τους. Και καταφεύγουν στη βία, επειδή η βία είναι ο μόνος δρόμος αυτοπραγμάτωσης.
Η ανάλυση των οργισμένων πληκτρολογίων του καλοκαιριού πήγε στράφι. Ε, και; Τα πληκτρολόγια δεν σταματούν ποτέ να οργίζονται, γι’ αυτό και ήδη έχουν αποφανθεί μετά και τη δολοφονική επίθεση με ναυτική φωτοβολία κατά αστυνομικού έξω από το γήπεδο βόλεϊ Μελίνα Μερκούρη στου Ρέντη. Ηδη η ιαχή «πού είναι το κράτος;» δονεί συθέμελα τα κοινωνικά δίκτυα, που καλούν την κυβέρνηση να απαγορεύσει την μπάλα, τα πρωταθλήματα, τον αθλητισμό.
Η αλήθεια είναι ότι στον χώρο του αθλητισμού, των ταυτίσεων χωρίς ιδιαίτερες προϋποθέσεις, η βία ανθεί ευκολότερα. Στον ανδρικό κόσμο ιδίως του ποδοσφαίρου, που είναι και το πιο λαϊκό άθλημα, η αντιπαλότητα οδηγεί στην ανάγκη για επικράτηση: άμα δεν νικάς, δεν είσαι τίποτα. Και ο συμβολικός πόλεμος του ματς εύκολα οδηγεί στη βία ενός πραγματικού πολέμου. Αν ο χώρος του ποδοσφαίρου δεν φανεί πρόσφορος, ο πόλεμος μπορεί να μεταφερθεί σε άλλα γήπεδα – ή και εκτός γηπέδων.
Η ζωή μας παράγει συλλογικές αντιπαλότητες και βία – με την Αστυνομία απέναντι για να προστατεύει τις κοινωνικές ισορροπίες. Μέρος των αντιπαλοτήτων και της βίας ξετυλίγεται στα γήπεδα ή γύρω από αυτά. Δεν είναι όμως τα γήπεδα οι μόνοι χώροι που παράγουν βία στο όνομα μιας συλλογικής ταυτότητας. Βία παράγεται, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, διά της συλλογικής ταυτίσεως με ιδέες ή στόχους, και στο κοινωνικό πεδίο. Οι συγκρούσεις «συλλογικοτήτων» με την Αστυνομία στο όνομα μιας γενικής πολιτικής ιδέας είναι εξίσου μηδενιστικές με τις συγκρούσεις οπαδών ομάδων. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές οι διαφορετικές συλλογικότητες (δεν αποκλείεται η επικοινωνία και η μεταξύ τους ώσμωση) έχουν πάντα κοινούς εχθρούς, τους «μπάτσους». Αυτοί είναι οι πραγματικοί εχθροί τους – γι’ αυτό άλλωστε ο αυτοαποκαλούμενος προοδευτικός κόσμος δεν είπε ούτε λέξη για τον αστυνομικό που τραυματίστηκε. Η επίσκεψη του Στέφανου Κασσελάκη στο νοσοκομείο εκτιμώ ότι, απλώς, θα επιταχύνει την απομάκρυνση των ριζοσπαστών χωρίς εξουσία από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ζητούνται διάφορα μέτρα για την οπαδική βία. Η καταστολή είναι ένας τρόπος. Ενας διαρκέστερος και ουσιαστικότερος θα ήταν η καταπολέμηση των αιτίων που γεννούν την κοινωνική αποξένωση από τις αξίες του ανθρώπου και τον πολιτισμό. Η οικογένεια, το σχολείο, τα ΜΜΕ, ακόμα και τα κόμματα έχουν παίξει ρόλο στην αποξένωση αυτή, η οποία εκδηλώνεται με βίαιες συμπεριφορές ή με αδιαφορία για τη συλλογική ζωή και σε άλλες όψεις της καθημερινότητας: στους δρόμους και στην οδηγική συμπεριφορά, στο σχολείο, στις κοινωνικές και στις οικογενειακές σχέσεις… Δυστυχώς, δεν νομίζω ότι αντιστρέφονται εύκολα παθογένειες δεκαετιών.
Αγνοια κινδύνου
Η διακωμώδηση της δημόσιας απαγγελίας ενός ποιήματος από τους συντελεστές της τηλεοπτικής εκπομπής «Ράδιο Αρβύλα» (τον τρόπο των οποίων να σχολιάζουν δήθεν σατιρικά την επικαιρότητα προσωπικά απεχθάνομαι, επειδή αυτό που κάνουν δεν είναι σάτιρα αλλά χοντροκομμένη φάρσα), όντως, είχε στόχο να διασύρει τον απαγγέλλοντα. Αλλά δεν είναι αθέμιτη, επειδή η ποίηση δεν είναι εξ ορισμού στο απυρόβλητο. Ακόμα θυμάμαι την εξιστόρηση του σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ (περιγράφεται στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Τελευταία πνοή»), ο οποίος, όταν έδειξε σε καλλιτέχνες στο Παρίσι την ταινία που είχε γυρίσει με τον Νταλί, «Ενας ανδαλουσιανός σκύλος», είχε γεμίσει τις τσέπες του με πέτρες σε περίπτωση που τον έπαιρναν στο ψιλό. Ηταν έτοιμος να υπερασπιστεί τον εαυτό του και την τέχνη του, δεν περίμενε ντε και καλά να τον αποθεώσει το κοινό του.
Σήμερα μας αρέσει να ζούμε στα άκρα την παρεξήγηση. Ας τη λύσουμε λοιπόν. Επειδή σεβόμαστε τον Ομηρο, τον Καβάφη, τον Τζον Κιτς, την Αχμάτοβα ή τον Ουάλας Στίβενς δεν σημαίνει ότι όσοι γράφουν, δημοσιεύουν ή απαγγέλλουν είναι Σεφέρηδες και Αχμάτοβες.