Οτι τι δηλαδή; Πέσαμε από τα σύννεφα, μας προκάλεσε εντύπωση, δεν το περιμέναμε ότι οι έλληνες μαθητές, για άλλη μια φορά, έκαναν πολύ χαμηλά σκορ, χαμηλότερα και από τα ήδη πολύ χαμηλά προηγούμενα, στη διεθνή κλίμακα αξιολόγησης PISA; Προσδοκούσαμε κάτι άλλο; Από πού; Γενικά, λένε, οι επιδόσεις για το 2022 – αυτή τη χρονιά αφορούσε ο τελευταίος διαγωνισμός – ήταν πολύ χαμηλές λόγω των λοκντάουν που κράτησαν τα παιδιά μακριά από τα σχολεία τους. Ε, και; Λοκντάουν είχαν και στην Κίνα και αλλού. Τι μας έφερε στην 44η θέση ανάμεσα σε 81 χώρες, δηλαδή για άλλη μια φορά κάτω από το μέσο όρο; Μόνο που σε αυτήν την ερώτηση δεν υπάρχουν απαντήσεις αλλά διαπιστώσεις.
Στον διαγωνισμό της PISA συμμετέχουν μαθήτριες και μαθητές με μέσο όρο ηλικίας 15 ετών. Ο πρώτος έγινε το 2000. Αρα, οι πρώτοι συμμετέχοντες – τότε που οι ελληνικές επιδόσεις ήταν επίσης κάτω του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ – τώρα κοντεύουν τα σαράντα, είναι γονείς. Πώς λοιπόν άνθρωποι που έχουν «εκπαιδευτεί» να σνομπάρουν τη γνώση θα μεταδώσουν στα παιδιά τους αγάπη για αυτήν;
Σαν να ακούω ωστόσο τον αντίλογο. «Οι άνθρωποι, στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, είχαν άλλες προτεραιότητες». Δεν θα το έβλεπα ακριβώς έτσι. Η απαξίωση της εκπαίδευσης και της γνώσης είναι απότοκο νοοτροπίας. Και αυτή η νοοτροπία υφίσταται και σε περιόδους ανέχειας και σε περιόδους ευμάρειας. Για παράδειγμα, τα πολύ σκληρά μεταπολεμικά χρόνια της άγριας φτώχειας και των οικογενειακών αποκλεισμών λόγω πολιτικών φρονημάτων, η μόρφωση ισοφάριζε την έλλειψη ευκαιριών. Μια ολόκληρη οικογένεια δούλευε σε χωράφια και μεροκάματα για να μπορέσει να σπουδάσει ένα, έστω και μόνο ένα, παιδί της. Η εκπαίδευση ήταν κατάκτηση και διέξοδος συγχρόνως. Μπορούσε να αποκαταστήσει κοινωνικά όσους άφηναν στο περιθώριο οι συνθήκες εκείνης της εποχής. Δεν θυμάμαι πότε άλλαξε αυτό. Πότε η ανάγκη της μόρφωσης αντικαταστάθηκε από το κυνήγι του πλούτου. Και πότε άρχισαν οι γονείς να βλέπουν τις σπουδές των παιδιών τους σε συνάρτηση με το «πόσα θα βγάζει;». Πάντως αυτή ήταν η κυρίαρχη νοοτροπία τις δεκαετίες του 1980 και του 1990.
Και αυτό όμως διαμορφώθηκε όταν διαπιστώθηκε ότι η αναγνωρισιμότητα φέρνει χρήμα και μάλιστα άκοπα και με μηδενική επένδυση. Από τα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης και, στη συνέχεια, με την έκρηξη του Διαδικτύου, το ζητούμενο είναι πλέον η διασημότητα. Εναν ινφλουένσερ να έχει η οικογένεια, καθάρισε. Τι να την κάνεις την κατανόηση κειμένου, τη φυσική και τα μαθηματικά, όταν μπορεί να βγάλεις χρήμα από τον καμπινέ του σπιτιού σου δείχνοντας πώς κάνεις αποτρίχωση στις γάμπες σου. Ή, από την κουζίνα σου, μουγκρίζοντας ηδονικά καθώς καταπίνεις το τάδε φιστικοβούτυρο ή τη δείνα μάρκα δημητριακών;
Παραδείγματα
Εχουμε αντιληφθεί τι βλέπουν τα νέα παιδιά τα τελευταία χρόνια; Από πού αντλούν παραδείγματα. Και αν σε αυτά τα παραδείγματα εξαίρεται η γνώση, η εκπαίδευση, η μόρφωση, η πνευματική καλλιέργεια; Για παράδειγμα, είδαν έναν καταληψία μαθητή, με πλημμελή γνώση της ελληνικής γλώσσας να γίνεται πρωθυπουργός. Και, ως πρωθυπουργός, με γνώση της αγγλικής επιπέδου «δύο μήνες Λινγκουαφόν», να λαμβάνει μέρος σε διεθνές οικονομικό φόρουμ και να συνομιλεί (στα αγγλικά!) στο πάνελ με τον έντρομο από αυτά που άκουγε Μπιλ Κλίντον.
Την περασμένη μόλις εβδομάδα είδαν ακριβοπληρωμένους παρουσιαστές της τηλεόρασης να χλευάζουν την ποίηση χωρίς να γνωρίζουν ούτε τον ποιητή ούτε τον άνθρωπο που απήγγειλε. Κι αν ρωτήσεις τους πιτσιρικάδες τι είναι το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό τους όταν ακούν για ποίηση, έχω την εντύπωση, και μακάρι να κάνω λάθος, ότι οι περισσότεροι θα αναφέρουν την καρικατούρα του κινηματογραφικού ποιητή Φανφάρα. Ναι, μωρέ, η κατανόηση κειμένου μας μάρανε.
Και κάθε μέρα βλέπουν τους γονείς τους να τους παροτρύνουν (ίσως) να αποκτήσουν γνώσεις αλλά οι ίδιοι να πριμοδοτούν, έναντι της γνώσης, την άποψη. Που ναι μεν, σπουδαίο πράγμα η άποψη αλλά μόνο όταν βασίζεται στη γνώση, όταν προκύπτει από αυτήν.