Είναι άραγε το σαιξπηρικό «Πολύ κακό για το τίποτα» ο τίτλος της επίσκεψης Ερντογάν; Ή μήπως απλώς «πολύ κακό»; Το ερώτημα είναι όχι απλώς δόκιμο, μα αυτονόητο και επιβεβλημένο. Η κυβέρνηση οφείλει να εξηγήσει πλέον τι συμβαίνει με την Τουρκία, καθώς η ιδέα ότι έχουμε να κάνουμε με τον «Λύκο που έγινε αρνάκι» («Η στρίγγλα» κατά τον Σαίξπηρ, εδώ δεν πάει) δεν πείθει. Και όσα έχουν συμβεί κατά κανένα τρόπο δεν επαρκούν να ερμηνεύσουν την πλήρη μεταστροφή της πρακτικής της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας. Ομως προσοχή: η πρακτική έχει αλλάξει, όχι οι θέσεις. Αυτές ισχύουν στο ακέραιο, όπως θύμισε άλλωστε εν χορώ όλη σχεδόν η τουρκική ηγεσία μία εβδομάδα πριν απ’ την επίσκεψη, με την ελληνική να κάνει ότι ούτε είδε ούτε άκουσε.
Το γιατί έχει ξαφνικά μπει στο ράφι μία πρακτική που βαστάει εδώ και… τέσσερις δεκαετίες, είναι ένα καίριο ερώτημα. Πρέπει να εξηγηθεί τι συμβαίνει: τι είναι αυτό που έχει «ηρεμήσει» τόσο αποτελεσματικά τον μέχρι προχθές μαινόμενο Ερντογάν και δεν το ξέρουμε; Πού οφείλεται η μεταστροφή του; Και όσο αυτό δεν απαντάται τόσο η δυσπιστία για το τι πραγματικά συμβαίνει μεγαλώνει, ενώ, παράλληλα, φουντώνουν σενάρια. Αν η κυβέρνηση νομίζει ότι αυτό είναι προς το συμφέρον της, σφάλει. Αλλά να νομίζει ότι είναι προς το συμφέρον της χώρας είναι αδύνατον. Αν είχε τέτοια πεποίθηση, δεν θα κρατούσε ως επτασφράγιστο μυστικό το τι συζητείται, τι βρίσκεται σε εξέλιξη και προς τα πού κατευθύνονται οι αποφάσεις της ιδιόμορφης αυτής διπλωματίας που ασκείται εδώ και μεγάλο πλέον διάστημα μεταξύ των δύο χωρών.
Το να συζητάς με τους Τούρκους με κρυφή ατζέντα είναι παιχνίδι με τη φωτιά. Και το πόσο κοντά είσαι στο να καείς, γίνεται φανερό ακριβώς από το πόσο ήρεμος δείχνει ο Ερντογάν. Γιατί αν υπήρχε και η απειροελάχιστη πιθανότητα όχι να καιγόταν, αλλά απλώς να ζεσταινόταν λίγο εκείνος, θα τα είχε τινάξει ήδη όλα στον αέρα. Ας ξεφύγει η κυβέρνηση από τις όποιες αυταπάτες μπορεί να την περιτριγυρίζουν: η Τουρκία ούτε άλλαξε, ούτε θα αλλάξει και ούτε το κρύβει. Αν και η κυβέρνηση το ξέρει, επειδή δεν είναι αφελής και επειδή γνωρίζει τι συζητά. Η «Διακήρυξη των Αθηνών», όπως η ίδια αναφέρει, δεν είναι δεσμευτική – πώς να είναι άλλωστε με το casus belli σε ισχύ; Πολύ πιο… δεσμευτική μοιάζει η πρωτοφανής και αδιανόητη «…μη» υπόκλιση του υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας στον τούρκο πρόεδρο.
Αλλά επειδή δεν είναι όλα στη ζωή Σαίξπηρ, ίσως εδώ ακόμα πιο πολύ να ταιριάζει κάτι άλλο: η παλιά αμερικανική τηλεοπτική σαπουνόπερα «Το πλοίο της Αγάπης»: σε πλήρη αντίθεση με την προηγούμενη επίσκεψή του στην Αθήνα πριν από λίγα χρόνια, αλλά και με το αγριεμένο πέρασμά του προ ημερών από το Βερολίνο, ο Ερντογάν που βρέθηκε εδώ για λίγες ώρες την Πέμπτη, ήταν μες τη γλύκα. Αλλος άνθρωπος. Σε όλα. Δηλαδή τόσο, που ήταν κρίμα που έπρεπε να… φύγει τόσο γρήγορα. Και αντί για να προκαλέσει τον χαμό που υπήρχε φόβος με την υπόθεση της Γάζας, φαίνεται να περιορίστηκε στην ευγενέστατη και διπλωματικότατη υπόμνηση των θέσεών του κάνοντας στον Μητσοτάκη δώρο ένα βιβλίο με την ιστορία της. Το ζήτημα όμως παραμένει: για πού έχει σαλπάρει αυτό το πλοίο; Και ποιος είναι ο καπετάνιος;
Μία επικίνδυνη στιγμή ξεπεράστηκε χωρίς ν’ «ανοίξει μύτη». Ο Ερντογάν θέλησε να δείξει τον άλλο του εαυτό στην Αθήνα. Γιατί; Επειδή τελεί σε σοβαρή απομόνωση και αυτές οι εικόνες του είναι τώρα ιδιαίτερα χρήσιμες; Ή επειδή έχουν προσυμφωνηθεί επόμενες αποφάσεις, όπου και οι «υποχωρήσεις» στις οποίες είχε αναφερθεί τηλεοπτικά ο πρωθυπουργός; Το ερώτημα μπορεί να απαντήσει μόνον όποιος έχει πλήρη γνώση της πραγματικής ελληνοτουρκικής ατζέντας. Αλλά υπάρχουν και ερώτημα και απάντηση.