Ποινικές ευθύνες για σοβαρά κακουργήματα εντόπισε το γραφείο των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων της Αθήνας αναφορικά με την περίφημη σύμβαση 717 που αφορά στην αναβάθμιση του συστήματος σηματοδότησης – τηλεδιοίκησης στο ελληνικό σιδηροδρομικό δίκτυο και οι παραλείψεις στην εκτέλεσή της συνδέονται με το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη που πλήρωσαν με τη ζωή τους 57 νέοι άνθρωποι και εκτιμάται ότι από την μη εκτέλεσή της έχει προκληθεί ζημία στο ελληνικό δημόσιο και την ευρωπαϊκή ένωση που ξεπερνά τα 15 εκατομμύρια ευρώ.
Μετά την ολοκλήρωση της ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης που ολοκληρώθηκε εντός ενός έτους από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος 23 προσώπων – 18 εκ των οποίων είναι δημόσιοι υπάλληλοι – για σειρά κακουργηματικών πράξεων όπως απάτη, απιστία, ψευδή βεβαίωση ,με σκοπό τον παράνομο προσπορισμό οφέλους, ηθική αυτουργία στην απάτη και τις ψευδείς βεβαιώσεις.
Συγκεκριμένα με βάση το αποδεικτικό υλικό και μετά την παροχή εξηγήσεων που έδωσαν τα ποινικά ελεγχόμενα με την ιδιότητα του υπόπτου ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος:
- 14 δημοσίων υπαλλήλων της ΕΡΓΟΣΕ, για απάτη σχετική με τις επιχορηγήσεις. Δύο εξ αυτών κατηγορούνται, επίσης, για ψευδή βεβαίωση με σκοπό τον προσπορισμό αθέμιτου οφέλους σε άλλον·
- 4 δημοσίων υπαλλήλων της Ελληνικής Διαχειριστικής Αρχής του Επιχειρησιακού Προγράμματος Υποδομών Μεταφορών, Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΥΔ/ΕΠ-ΥΜΕΠΕΡΑΑ), για απιστία κονδυλίων·
- 5 νομίμων εκπροσώπων και υπαλλήλων της Αναδόχου Κοινοπραξίας, για ηθική αυτουργία σε απάτη σχετική με τις επιχορηγήσεις και ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση με σκοπό τον προσπορισμό αθέμιτου οφέλους σε άλλον.
Τι είναι η περίφημη «Σύμβαση 717» – Πού κατέληξε ο εισαγγελέας
Οι κατηγορίες αφορούν στην εκτέλεση της Σύμβασης για την αποκατάσταση του Συστήματος Σηματοδότησης-Τηλεδιοίκησης του σιδηροδρομικού τμήματος Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Προμαχώνας, η οποία υπεγράφη το 2014, με χρονικό ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2016 – γνωστή ως «Σύμβαση 717». Το 2019 υπογράφηκε Συμπληρωματική Σύμβαση σχετικά με το ίδιο έργο, με την οποία τροποποιήθηκε το αρχικό φυσικό αντικείμενο της Σύμβασης 717. Η Συμπληρωματική Σύμβαση προέβλεπε την κατασκευή ενός εντελώς νέου συστήματος Σηματοδότησης με νέες μονάδες τηλεμετρίας, ώστε να είναι δυνατή η επικοινωνία και η μετάδοση δεδομένων μεταξύ των σιδηροδρομικών σταθμών, καθώς και από τους σιδηροδρομικούς σταθμούς στα κέντρα ελέγχου.
Και οι δύο Συμβάσεις συγχρηματοδοτήθηκαν από το Ταμείο Συνοχής της Ε.Ε., στο πλαίσιο του προγράμματος «Εκσυγχρονισμός Σηματοδότησης-Τηλεδιοίκησης και εγκατάσταση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Ελέγχου Αμαξοστοιχιών (ETCS)», με την συνεισφορά της Ε.Ε. να ανέρχεται σε ποσοστό 85%.
Τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν οδηγούν σύμφωνα με την αρμόδια εισαγγελική αρχή σε πλημμελή εκτέλεση της σύμβασης.
Σύμφωνα με την ποινική έρευνα, χορηγήθηκαν συνολικά επτά παράνομες παρατάσεις της αρχικής Σύμβασης, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΡΓΟΣΕ. Για τον λόγο αυτό, μετά την πάροδο περισσότερων από εννέα ετών από την υπογραφή της Σύμβασης 717, το έργο δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί.
Με βάση τα στοιχεία της έρευνας εικάζεται από τις αρμόδιες αρχές ότι οι υπάλληλοι της Διαχειριστικής Αρχής, που ήταν υπεύθυνη για την διαχείριση των κονδυλίων, ενήργησαν κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διαχείρισης αυτών των περιουσιακών στοιχείων. Κατά την εκτίμηση μάλιστα των εισαγγελέων παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία που υπέβαλαν οι υπάλληλοι της ΕΡΓΟΣΕ ήταν προδήλως μη ορθά και ελλιπή, οι δημόσιοι υπάλληλοι της Διαχειριστικής Αρχής ενέκριναν την χορήγηση των αντίστοιχων ενισχύσεων, προκαλώντας ζημία στα οικονομικά συμφέροντα της Ε.Ε. και του Ελληνικού Δημοσίου ύψους άνω των 15,6 εκατ. ευρώ.
Για το λόγο αυτό η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διαβίβασε στον αρμόδιο Έλληνα εισαγγελέα αντίγραφο της δικογραφίας προκειμένου να ερευνηθεί η τυχόν τέλεσης της πράξης της παράβασης καθήκοντος από τους Επιθεωρητές-Ελεγκτές της Ελληνικής Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (ΕΑΔ) της Ελλάδας, στους οποίους ανατέθηκε από τις εθνικές Εισαγγελικές Αρχές η διενέργεια ελέγχου σχετικά με την εκτέλεση της Σύμβασης 717. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποφάσισε να παραπέμψει τη νέα αυτή υπόθεση στις αρμόδιες ελληνικές αρχές, για τις δικές τους περαιτέρω νόμιμες ενέργειες, καθώς τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν το αντικείμενο της νέας αυτής έρευνας δεν συνιστούν ποινικό αδίκημα εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του EPPO.
Υπενθυμίζεται, ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία με βάση το νόμο και το Σύνταγμα από το περασμένο καλοκαίρι είχε διαβιβάσει στη Βουλή της δικογραφία αναφορικά με τα πολιτικά πρόσωπα.
Η δικαστική έρευνα ανατέθηκε στην ευρωπαία ανακρίτρια στην Ελλάδα Χριστίνα Σαλάππα.