Εκατοντάδες αντικείμενα στο Βρετανικό Μουσείο έχουν παραμορφωθεί, με πολύτιμα μέρη τους πιθανότατα να έχουν πουληθεί για σκραπ, αποκάλυψε μια ανεξάρτητη έκθεση που είχε ξεκινήσει λίγο μετά το σκάνδαλο των κλοπών στο βρετανικό ίδρυμα.
Τα αντικείμενα που έχουν αφαιρεθεί χρονολογούνται από τον 15ο π.Χ. αιώνα έως τον 19ο μ.Χ. αιώνα.
Βασικός στόχος για τις κλοπές φαίνεται ότι ήταν «μη καταχωρημένα αντικείμενα, κυρίως πολύτιμοι λίθοι και κοσμήματα», σημειώνεται στην έρευνα.
Υπολογίζεται ότι η υπόθεση των κλοπών αφορά συνολικά 2.000 αντικείμενα, με τα τρία τέταρτα εξ αυτών να έχουν χαθεί ή πουληθεί.
Εκτός από εκείνα που λείπουν από την αποθήκη, περίπου 140 έχουν υποστεί ζημιές από εργαλεία, ενώ σε άλλα αφαιρέθηκαν τμήματα, όπως χρυσές βάσεις για πολύτιμους λίθους.
«Πιστεύουμε ότι η πλειονότητα των τμημάτων που αφαιρέθηκαν, τα 350 είναι μη ανακτήσιμα, επειδή ενδέχεται να έχουν πουληθεί για σκραπ» αναφέρει το Βρετανικό Μουσείο σε ανακοίνωσή του.
Από όσα αντικείμενα έχουν κλαπεί μόλις 351 έχουν επιστραφεί στο μουσείο μέχρι στιγμής, πρόσθεσε το μουσείο.
Η υπόθεση χρονολογείται από το 2021, όταν ένας Δανός έμπορος έργων τέχνης επικοινώνησε με το μουσείο για να πει ότι είχε εντοπίσει διάφορα αντικείμενα που πίστευε ότι ανήκαν στη συλλογή του και πωλούνταν στο διαδίκτυο. Ο τότε διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου, Χάρτβιγκ Φίσερ, παραιτήθηκε λόγω της κρίσης.
Τι αναφέρει ο Τζορτζ Όσμπορν
Ο νυν πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, Τζορτζ Όσμπορν, υπογράμμισε ότι η έκθεση «δείχνει ότι το Βρετανικό Μουσείο τακτοποιείται», καθώς, όπως είπε, « είμαστε αποφασισμένοι να διδαχθούμε από όσα πήγαν στραβά τότε».
«Το Βρετανικό Μουσείο έπεσε θύμα κλοπών για μεγάλο χρονικό διάστημα και ζητάμε και πάλι συγγνώμη που αυτό επετράπη να συμβεί. Η συνεχιζόμενη αστυνομική έρευνα σημαίνει ότι η πλήρης έκθεση δεν μπορεί να δημοσιευτεί σήμερα, αλλά έχουμε αποδεχθεί πλήρως τις συστάσεις και έχουμε αρχίσει να ανακτούμε εκατοντάδες από τα κλεμμένα αντικείμενα», συμπλήρωσε ο Τζορτζ Όσμπορν.
Τι είχε συμβεί με το σκάνδαλο των κλοπών
Τα περισσότερα των κλεμμένων ήταν μικροαντικείμενα που φυλάσσονταν σε αποθήκη και κανένα δεν είχε εκτεθεί πρόσφατα.
Οι πρώτες κλοπές εικάζεται ότι ξεκίνησαν το 2014 – αν όχι νωρίτερα. Το σκάνδαλο έλαβε ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις όταν αποκαλύφθηκε ότι η διοίκηση του ιδρύματος είχε προειδοποιηθεί επανειλημμένως, ήδη από το 2020, από πρόσωπα που είχαν εντοπίσει τα προς πώληση κλεμμένα τεχνουργήματα, αλλά ολιγώρησε. Η ειρωνεία είναι ότι ο φερόμενος ως δράστης (ο ίδιος το αρνείται) ήταν επιφορτισμένος με τη διαφύλαξή τους: ο Πίτερ Τζον Χιγκς, υψηλόβαθμο, πολύπειρο και – μέχρι πρότινος – αξιοσέβαστο στέλεχος του Μουσείου, ο οποίος το 2021 ανέλαβε καθήκοντα προσωρινού επικεφαλής του Τμήματος Ελλάδας και Ρώμης, έχοντας υπό την εποπτεία του (και) τα παρθενώνια γλυπτά.
Ελλιπής ασφάλεια
«Το Βρετανικό Μουσείο χρειάζεται πραγματικά να αναθεωρήσει την πολιτική ασφαλείας του», είπε πριν λίγο διάστημα το πρώην μέλος του προσωπικού, που δεν ήθελε να κατονομαστεί, στην Independent.
«Η καταλογογράφηση ήταν απίστευτα αποσπασματική. Κάθε αντικείμενο έχει μεν έναν αριθμό και μια καθορισμένη θέση στην αποθήκη, αλλά μάλλον στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό είναι το μόνο που έχουν. Τα καταστήματα έχουν συναγερμό, αλλά δεν παρακολουθούνται με άλλο τρόπο. Τηλεφωνούσα στην ασφάλεια, τους έλεγα σε ποιο δωμάτιο έμπαινα, έπαιρνα το κλειδί και αυτό ήταν το μόνο που χρειαζόταν να κάνω για να έχω πρόσβαση σε μια τεράστια γκάμα αντικειμένων», είπε και συνέχισε:
«Πολλές από τις συλλογές φυλάσσονται στα ίδια δωμάτια με άλλες, οπότε αν κάποιος ήταν ανέντιμος θα είχε την κάλυψη της γνώσης ότι δεκάδες άλλοι επιμελητές, συντηρητές, ειδικοί και ερευνητές θα βρίσκονταν σε αυτό το δωμάτιο την ίδια εβδομάδα ή ακόμη και ημέρα».
Η πρώην επιμελήτρια διηγήθηκε πώς δεν ήταν ποτέ υποχρεωμένη να ενημερώσει κανέναν για το ποια αντικείμενα επεξεργαζόταν κάθε μέρα. Οι ειδικοί έβαζαν ετικέτες στα συρτάρια όταν αφαιρούσαν αντικείμενα, αλλά δεν υπήρχε καμία εποπτεία γι’ αυτό, είπε.