Το εστιατόριο ήταν από τις λεγόμενες «νέες αφίξεις» στην Αθήνα, ολίγον κοσμικό, ολίγον αλτέρνατιβ, οπωσδήποτε «τρεντιά» και με ωραίες φάτσες στα τραπέζια. Σαν να λέμε ότι απέπνεε «συγχρονίλα». Στην παρέα που καθόταν ακριβώς δίπλα μου, υπήρχε ένα πανέμορφο κορίτσι. Οχι πάνω από είκοσι πέντε ετών, μία ακόμη ζωντανή επιβεβαίωση για το πόσο έχουν ομορφύνει οι νέες γενιές. Ωστόσο, το στυλ της είχε κάτι το εκκεντρικά δραματικό για την ηλικία της.
Μαύρα μαλλιά ελαφρώς κρεπαρισμένα (φουσκωτά για τους, κομμωτηριακά, αδαείς) με έναν χαμηλό σινιόν, τον λεγόμενο «ισπανικό κότσο», τονισμένα φρύδια, άι λάινερ με τσιγκελωτή απόληξη, σκουροκόκκινο κραγιόν. Μαύρα ρούχα και ένα ζευγάρι γυαλιά με χοντρό σκελετό που μπαινόβγαζε και τα οποία υποψιάζομαι ότι ήταν στυλιστικό αξεσουάρ και όχι βοηθητικό όρασης. Εντυπωσιακή φιγούρα που όμως κάπου με παρέπεμπε. Σε Κάρμεν να πω; Οχι, σε Μαρία Κάλλας. Το συνειδητοποίησα καθώς ανακάλυπτα και άλλες στυλιστικές λεπτομέρειες. Το πανέμορφο αυτό κορίτσι είχε μεταμφιεστεί σε ντίβα της όπερας για μια έξοδο σε εστιατόριο, μια Παρασκευή βράδυ. Αν δεν σημαίνει αυτό ποπ είδωλο, τότε τι σημαίνει;
Η επέτειος των 100 χρόνων από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας έγινε αφορμή – και στις πέντε ηπείρους – για εκδηλώσεις, εκδόσεις, επανεκδόσεις, ταινίες, ντοκιμαντέρ, συναυλίες, αναφορές, δημοσιεύσεις για την ελληνίδα ντίβα. Και, βέβαια, για την απόλυτη «φετιχοποίησή» της. «Σεργιανίζοντας» στο Διαδίκτυο έχω δει το πρόσωπο και τη φιγούρα της Κάλλας σε μέλια, σαμπάνιες, κρασιά, σοκολατάκια (εδώ έχουμε know how από τις «Τζοκόντες»), κονκάρδες, αγκράφες, κοκαλάκια για τα μαλλιά, ποτήρια, κούπες, πιάτα, μαχαιροπήρουνα, ημερολόγια, κοσμηματοθήκες, τσάντες,
Τ-σερτ, διακοσμητικά μπιμπελό, διακοσμητικά γενικώς, αφίσα, κάρτα, κορνίζα. Ενώ έχουμε ήδη δύο χολιγουντιανές «Κάλλας». Την Αντζελίνα Τζολί και τη Μόνικα Μπελούτσι. Εκτός από τις εγχώριες.
Εκατό χρόνια από τη γέννησή της και πενήντα έξι από τον θάνατό της, μία λυρική τραγουδίστρια ή μάλλον «Η» λυρική τραγουδίστρια, μπαίνει στην πινακοθήκη των ειδώλων της μαζικής κουλτούρας. Αυτών δηλαδή που η μορφή τους έγινε κάτι σαν trade mark. Δίπλα στον Τζέιμς Ντιν, τον Μάρλον Μπράντο και τη Μέριλιν Μονρόε αλλά και τον Τσε Γκεβάρα, τη βασίλισσα Ελισάβετ, τη Φρίντα Κάλο, τον Αϊνστάιν και τον Μάο. Των οποίων τις μορφές επίσης έχουμε δει τυπωμένες παντού. Από κοσμήματα και εσώρουχα μέχρι χαρτοπετσέτες και αναπτήρες. Του Τσε Γκεβάρα μάλιστα και σε προφυλακτικά.
Τι κάνει μια προσωπικότητα – που ποτέ δεν υπήρξε αυτό που λέμε λαϊκό είδωλο – να ξεπερνάει τα όρια του χώρου της και του μύθου της και να την αγκαλιάζει η ποπ κουλτούρα; Νομίζω η εικόνα. Και της Μαρίας Κάλλας «γράφει» όπως, για παράδειγμα, δεν «γράφει» της Μονσερά Καμπαγέ. Είναι τα φουντωτά μαλλιά του Αϊνστάιν, οι περικοκλάδες στα μαλλιά της Φρίντα Κάλο, η διάρκεια της Ελισάβετ που την είχαμε δει σε όλες τις ηλικίες, η φωτογραφία του Κόρντα που, επεξεργασμένη σε κόκκινο και μαύρο, έκαναν τον Τσε αφίσα. Με δυο λόγια, ο μύθος θέλει μια εικόνα για να περάσει στη μαζική κουλτούρα. Χωρίς μύθο, όμως, καμία μορφή δεν γίνεται «σήμα κατατεθέν».
Η ουσία πίσω από την εικόνα
«Ε και λοιπόν;» λέει η γκρινιάρα φίλη μου. «Είσαι σίγουρη ότι το κορίτσι που είχε ξεπατικώσει ενδυματολογικά την Κάλλας, γνωρίζει την καριέρα της; Εχει ακούσει τη φωνή της; Το πολύ πολύ να ξέρει μόνο για τη σχέση της με τον Ωνάση».
Ας πούμε λοιπόν ότι είναι έτσι. Οτι η όμορφη νεαρή γυναίκα στο εστιατόριο δεν έχει ακούσει ποτέ τη φωνή της ντίβας. Και ούτε πρόκειται ποτέ να παρακολουθήσει όπερα. Η ποπ κουλτούρα έχει να της δώσει μόνο την εικόνα. Αλλά η εικόνα γρατζουνάει την περιέργεια. Αν έστω και ένας από αυτούς που γνώρισαν τη Μαρία Κάλλας ως γκάτζετ ή ως style icon, ενδιαφερθεί να δει ένα από τα ντοκιμαντέρ που κυκλοφορούν στις πλατφόρμες, να μπει στο YouTube για καλό δεν θα είναι;