Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο σύγχρονος τρόπος ζωής και οι διατροφικές συνήθειες που έχουν επικρατήσει στον δυτικό κόσμο ευθύνονται σε έναν σημαντικό βαθμό για πολλές παθήσεις. Στη λίστα αυτή φιγουράρουν στις πρώτες θέσεις της τα αθηροσκληρωτικά καρδιαγγειακά νοσήματα (έμφραγμα μυοκαρδίου και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο) που αποτελούν την κυριότερη αιτία θανάτου παγκοσμίως.
Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες μελέτες έχουν τονίσει τον ευεργετικό ρόλο των ω3 λιπαρών οξέων στην πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων μέσω της μείωσης της LDL – κακής χοληστερόλης, των τριγλυκεριδίων, του κινδύνου θρομβώσεων, αλλά και της ρύθμισης της αρτηριακής πίεσης. Τα ω3 λιπαρά οξέα που απαντώνται τόσο σε τροφές όπως σαρδέλες, σολομός, τόνος, σκουμπρί, ρέγκα, φύκια και καρύδια, όσο και σε συμπληρώματα διατροφής όπως το μουρουνέλαιο που παράγεται από το ήπαρ των λευκών ψαριών, αποτελούν πολυακόρεστα λιπαρά, απαραίτητα για τον οργανισμό. Ο οργανισμός δεν έχει τη δυνατότητα αυτόχθονης παραγωγής τους και συνεπώς πρέπει να τα προσλαμβάνει μέσω της διατροφής.
Πρόσφατες έρευνες εξέτασαν τη σύνδεση μεταξύ της πρόσληψης ω3 λιπαρών οξέων και του οικογενειακού ιστορικού καρδιοπάθειας. Συγκεκριμένα, συγκεντρώθηκαν στοιχεία από περισσότερα από 40.000 άτομα χωρίς καρδιαγγειακό πρόβλημα από 10 διαφορετικές χώρες, και αναλύθηκε το οικογενειακό ιστορικό και τα επίπεδα των ω3 λιπαρών οξέων τους. Ο κίνδυνος είναι έως και 40% μεγαλύτερος για όσους έχουν ιστορικό καρδιακής νόσου και χαμηλά επίπεδα ω3 λιπαρών οξέων συγκριτικά με το 25% όσων έχουν εντάξει στη διατροφή τους λιπαρά ψάρια. Επιβεβαιώθηκε η υπόθεση ότι όσοι συνδυάζουν οικογενειακό ιστορικό καρδιοπάθειας και χαμηλά επίπεδα ω3 έχουν αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Συμπερασματικά, αρκετές μελέτες μέχρι σήμερα έχουν δείξει ότι όσοι καταναλώνουν λιπαρά ψάρια 1-2 φορές τον μήνα έχουν 21% χαμηλότερο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου, ενώ ο κίνδυνος μειώνεται ακόμη περισσότερο για όσους τα τρώνε 1 φορά την εβδομάδα ή και ακόμη χαμηλότερα για όσους τα τρώνε 2-3 φορές την εβδομάδα.